Ιταλικές Λέξεις στην Ελληνική Γλώσσα

 Ιταλικές Λέξεις στα Ελληνικά

Ιταλικές Λέξεις στην Ελληνική Γλώσσα
Ιταλικές Λέξεις στην Ελληνική Γλώσσα

 

Μέρος Ι         Μέρος ΙΙ        Μέρος ΙΙΙ        Μέρος ΙV            Μέρος V             Μέρος VI

αβανιά:               avania (=βαρύς φόρος, αδικία), συκοφαντία

αβάντα:               avanti (= εμπρός), όφελος, επιλήψιμο κέρδος, υποστήριξη

αβάντζα/ο:        avanzo, κέρδος, ωφέλεια, προκαταβολή έναντι οφειλομένων

αβάντζα/ο:        avanzo, κέρδος, ωφέλεια, προκαταβολή έναντι οφειλομένων

αβαντζάρω:       avanzare, προκαταβάλλω, περισσεύω, πλεονάζω

αβαράρω:          varare, απομακρύνω πλοίο από το αγκυροβόλιό του

αβαρία:               avaria, απόρριψη μέρους του φορτίου πλοίου σε περιπτώσεις κινδύνου, ζημιά

αβαριάτος:        avariato, αυτός που έχει υποστεί φθορά, αλλοίωση η οποία δεν προήλθε από κανονική χρήση

αγαντάρω:         agguantare, στηρίζομαι, πιάνομαι από κάπου

ακομπανιαμέντο:            accompagnamento, συνοδεία μιας μελωδίας ή μουσική υπόκρουση

ακομπανιάρω:  accompagnare, συνοδεύω με βοηθητικούς ήχους μια μουσική μελωδία

ακόρντο:             accordo, η μουσική αρμονία, συμφωνία

ακοστάρω:         accostare, πλευρίζω σε ακτή, αποβάθρα ή άλλο πλοίο

ακουαμαρίνα:  acqua marina, ημιπολύτιμος λίθος με γαλαζοπράσινο ή γαλάζιο χρώμα, παραλλαγή του ορυκτού βήρυλλος

ακουαρέλα:       acquarella, είδος ζωγραφικής με χρώματα διαλυμένα σε νερό, υδατογραφία

ακουαφόρτε:    acquaforte (= δυνατό νερό), το νιτρικό οξύ

αλά:      ala, μόριο που χρησιμοποιείται πριν από τα εθνικά ή τοπωνυμικά, και σημαίνει ομοιότητα ή μίμηση: αλαφράγκα, αλατούρκα (με τον τρόπο των Γάλλων, των Τούρκων)

αλάργα:              alla larga (= στο ανοιχτό πέλαγος), μακριά, σε μεγάλη απόσταση

αλέγκρο:             allegro, ζωηρός μουσικός ρυθμός

αλέγρος:             allegro,  ζωηρός, εύθυμος, χαρούμενος

αλέστα:               alla lesta, γρήγορα, ευθύς, πρόθυμα, σε ετοιμότητα, σε προσοχή

αλιάδα:               agliata, η σκορδαλιά

αλισίβα:              lisciva, σταχτόνερο, χρησιμοποιούμενο, παλαιότερα, στο πλύσιμο ασπρορούχων (μπουγάδα), αλουσιά

αλτάνα:               altana, ανθοφυτεμένο μέρος κήπου ή αυλής, παρτέρι, εξώστης, βεράντα, μπαλκόνι

αλτίσιμο:             altissimo, διεθνής μουσικός όρος για την οξύτατη φωνή

αμολάω:              (am)mollare, ξαμολάω, απολύω, αποδεσμεύω, αφήνω ελεύθερο, ορμώ, τρέχω

αμόρε: amore, ο έρωτας, ο εραστής, η ερωμένη

άμπακας/ος:     abbaco, πλάκα γραφής ή αριθμητικών πράξεων, άβακας

ανεμότρατα:     άνεμος + tratta, ιστιοφόρο αλιευτικό σκάφος, με δίχτυα που ποντίζονται σε βαθιά νερά

αντάντε:              andante, μετρίως αργά (στη μουσική), μέρος μουσικού έργου σονάτας ή συμφωνίας που εκτελείται σ’ αυτόν τον χρόνο

αντάτζιο:             adagio, μέρος μουσικού έργου εκτελούμενο σε αργό ρυθμό

αντζούγ(ι)α:      acciuga, είδος παστής σαρδέλας

αντίκα: antica, πολύτιμο αρχαίο ή παλιό αντικείμενο

αντικάμαρα:     anticamera, προθάλαμος

απαρθενεύω:    appartenere, ανήκω

απίκο(υ):             a picco (= καθέτως), η θέση της άγκυρας που δεν έχει ακόμα ανασπασθεί από το βυθό αλλά της οποίας η αλυσίδα έχει ήδη πάρει κατακόρυφη θέση

αποτζιατούρα: appoggiatura, καλλωπιστικός φθόγγος, είδος εκφραστικού τονισμού της μελωδίας, η επέρειση

απούντο:             appunto, ακριβώς στην ώρα

άρια:     aria (= τραγούδι), μουσικό κομμάτι προορισμένο για μονωδία

αριβάρω:            arrivare, έρχομαι, καταφθάνω, καταπλέω

αρλεκίνος:          arlechino, κωμικό πρόσωπο της παλιάς ιταλικής κωμωδίας, μασκαρεμένος με φορεσιά παρδαλή

αρλούμπα:         burla, ανόητος, κενός λόγος, φλυαρία

αρμάτα:              armata, οπλισμός, πανοπλία, πολυτελής ενδυμασία

αρμόνικα:           armonica, είδος πνευστού μουσικού οργάνου

αρμπαρόριζα:   erba rosa, αρωματικό φυτό που χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική

άρπα:   arpa, έγχορδο μουσικό όργανο τριγωνικού σχήματος, που παίζεται με τα δάχτυλα και των δύο χεριών

αρπιστής/τρια: arpista, ο παίκτης της άρπας

αρτίστα(ς):         artista, καλλιτέχνης και του θεάτρου ή του χορού

ατάκα: attacca, γρήγορα, αμέσως

ατέμπο:               a tempo, σημείο για επάνοδο στον αρχικό χρόνο

ατσελεράντο:   accelerando, βαθμιαία επιτάχυνση κατά την εκτέλεση

αφίσα: affissa, τοιχοκολλούμενο έντυπο, συνήθως εικονογραφημένο, με περιεχόμενο πολιτικό ή διαφημιστικό

βαγαπόντης:     vagabondo, μπαγαπόντης, αγύρτης, απατεώνας

βαγόνι:                vagone, όχημα σιδηροδρόμου ή τροχιοδρόμου, το φορτίο που μπορεί να περιλάβει ένα τέτοιο όχημα

βάζο:     vazo, φορητό δοχείο από γυαλί, πηλό ή μέταλλο

βακέτα:               vacchetta (= δαμάλι), κατεργασμένο δέρμα δαμαλιού που χρησιμοποιείται για την κατασκευή στερεών, χοντρών και αδιάβροχων παπουτσιών

βαλίτσα:              valigia, βαλίτζα, ταξιδιωτικός σάκος με παραλληλεπίπεδο σχήμα που χρησιμεύει για τη μεταφορά ενδυμάτων και προσωπικών ειδών

βανίλια:               vaniglia, αρωματικό φυτό και ο καρπός του, γλυκό του κουταλιού με άρωμα του φυτού αυτού

βαπόρι:                vapore, ατμόπλοιο

βάρδος:               bardo, ραψωδός των αρχαίων κελτικών λαών, ποιητής ή τραγουδιστής με λαϊκές εμπνεύσεις

βαρέλι:                barella, δοχείο από κυρτές σανίδες στερεωμένες με σιδερένια ή ξύλινα στεφάνια και από δύο επίπεδους πυθμένες

βαρελότο:          barelotto, μικρü πυροτέχνημα που σκάζει με κρότο, κροτίδα, τρακατρούκα

βάτα:    ovatta, βαμβακερό υπόστρωμα στους ώμους ανδρικής ή γυναικείας φορεσιάς

βατίστα:              batista, λεπτό λινό ύφασμα, μπατίστα

βατσίνα:              vaccina, είδος ορού κατά της ευλογιάς, ο εμβολιασμός, δαμαλισμός

βατσινάρω:        vaccinare, εμβολιάζω με δαμαλίδα

βεγγέρα:             veggheria, βραδινή διασκέδαση σε σπίτι με καλεσμένους, η εσπερίδα

βεγόνια:              begonia, μπιγκόνια, ανθοφόρο φυτό

βέλο:     velo, γυναικεία καλύπτρα του προσώπου από διάφανο ύφασμα

βενετσιάνικος: veneziano, ο βενετικός

βεντάγια:            ventagliο, μικρό πτυσσόμενο όργανο αερισμού, από χαρτί ή λεπτό ύφασμα, ριπίδι, βεντάλια

βεντέτα:              vendetta (= εκδίκηση), έθιμο κατά το οποίο, σε περίπτωση προσβολής της τιμής ή της ζωής

βεντούζα:           ventosa, μικρό γυάλινο δοχείο με πλατύ στόμιο, που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς

βέργα:  verga, λεπτό και ευλύγιστο κλαδί από δέντρο ή θάμνο, μετάλλινη ράβδος

βέρος:  vero, αληθινός, γνήσιος

(ε)βίβα:               viva (=ζήτω), ευχή αυτού που πίνει προς τους συμπότες τους

βίβερε περικολοζαμέντε:            vivere pericolosamente, επικινδύνως ζην, το να ριψοκινδυνεύει κανείς

βιδάνιο:               guadagno, το απόπιομα, το ποσοστό που κρατιέται από τα κέρδη σε χαρτοπαίγνιο προς όφελος του χαρτοπαικτικού κέντρου

βιδέλο: vitello, μοσχαράκι του γάλακτος

βίζα:      visa, θεώρηση διαβατηρίου από τις αρμόδιες αρχές

βιζιγ/κάντι:        vescicante, έμπλαστρο

βίζιτα:   visita, φιλική ή ιατρική επίσκεψη

βίλα:     villa, πολυτελές εξοχικό σπίτι, έπαυλη

βιμπράτο:           vibrato, ο όρος αναφέρεται στα έγχορδα όργανα και τον τρόπο παιξίματος κατά τον οποίο ο φθόγγος δονείται ανεπαίσθητα

βιόλα:   viola, μεγάλο βιολί

βιολέτα:              violetta, είδος αρωματικού λουλουδιού, μενεξές

βιολοντσελίστας:            μουσικός που παίζει βιολοντσέλο

βιολοντσέλο:     violoncello, έγχορδο μουσικό όργανο, μεγάλο βιολί, το βαθύχορδο

βίρα:     virare (= τραβώ), τράβα/ σήκωνε (στα πλοία)

βιράρω:               virare, στρέφω βαρούλκο, για να σηκώσω άγκυρα ή βάρκα

βιρτουόζος:        virtuoso, δεξιοτέχνης (για καλλιτέχνες-μουσικούς)

βίτσιο:  vizio (=ελάττωμα), διαστροφή, εκτροπή από το φυσιολογικό

βόλτα:  volta, στροφή, γύρος, μικρός περίπατος

βολτάρω:            voltare, κάνω βόλτες, περπατώ αργά χάριν αναψυχής

βόμβα: bomba, βλήμα που περιέχει εκρηκτική ή εμπρηστική ύλη και είναι εφοδιασμένο με μηχανισμό πυροδότησης, μπόμπα

βομβαρδίζω:     bombardare, ρίχνω βόμβες, καταστρέφω με βόμβες

βουρλίζω:           burlare (=κάνω αστεία, πειράζω), τρελαίνω, εξαγριώνω, παραφέρομαι, κυριεύομαι από πάθος

γ(κ)ιόστρα:        giostra, μονομαχία εφίππων

γαζία:   gazia, το δέντρο ακακία η φαρνεσιανή και το κίτρινο μυρωδάτο λουλούδι της

γαΐτα:   gavetta (=καραβάνα), μικρή μονόξυλη βάρκα, μικρό αλιευτικό ιστιοφόρο

γαλβανισμός:    galvanismo, το σύνολο των φαινομένων που έχουν σχέση με το συνεχές ηλεκτρικό ρεύμα, η επένδυση μετάλλου με άλλο μέταλλο

γαλεάτσα:          galeazza, είδος πολεμικού πλοίου του μεσαίωνα, με πανιά και κουπιά

γαλέρα:               galera, παλιό, κωπήλατο πολεμικό πλοίο

γαλιόνι:               galeone, τύπος ιστιοφόρου φορτηγού ή πολεμικού πλοίου κατά τον 16ο και 17ο αιώνα

γαλιότα:              galeotta, τύπος εμπορικού ή πολεμικού πλοίου κατά το μεσαίωνα

γαλίφης:              gaglioffo (= αχρείος, τιποτένιος), κόλακας

γαλόνι: gallone, χρυσοκέντητη ταινία στη στολή των αξιωματικών για τη διάκριση των βαθμών

γάλος:  gallo, ινδική όρνιθα, διάνος, κούρκος

γάμπα: gamba, το σαρκώδες μέρος της κνήμης

γάμπια:                gabbia, το δεύτερο πάνω από το κατάστρωμα τετράγωνο πανί των ιστιοφόρων, ο δόλων

γάντι:    guanto, δερμάτινο ή μάλλινο κάλυμμα των άκρων των χεριών, χειρόκτιο

γαρδέλι:              gardello, η καρδερίνα

γαρμπίλι:            garbuglio (= μπέρδεμα, ανακάτωμα), χαλίκι που χρησιμοποιείται στην οικοδομική

γάρμπο(ς) (το):                garbo, κομψότητα

γάρμπο(ς):         garbo, το γάρμπο, η  κομψότητα

γάτα:    gatta, κατοικίδιο ζώο θηλαστικό, από τα αιλουροειδή

γέμελος:              gemello, δίδυμος

γενοβέζικος:      Γένοβα, ο αναφερόμενος στη Γένοβα ή στους κατοίκους της

γιρλάντα:            ghirlanda, διακοσμητικό πλέγμα από λουλούδια και φύλλα

γκαζόζα:              gasoso (= αεριούχος), αεριούχο, αναψυκτικό ποτό

γκαρνταρόμπα:               guardaroba, ιματιοθήκη, το σύνολο των ρούχων

γκέτο:   ghetto, παλαιότερα, περιτειχισμένη εβραϊκή συνοικία σε ευρωπαϊκές πόλεις

γκόμενα:             gomena, (η θηλιά που βάζει ο εραστής στο λαιμό του)

γκουβέρνο:        governo, η κυβέρνηση, διαχείριση, φροντίδα

γκρανκάσα:       grancassa, το μεγάλο τύμπανο στις ορχήστρες

γκραφίτι:            graffito, graffio (= χάραγμα), επιγραφή ή παράσταση σε τοίχο, βράχο κ.α., ακιδογράφημα, τοιχογράφημα

γκρέκα:                greca, είδος διακοσμητικού σχήματος, ο μαίανδρος

γκρίζος:                grigio, αυτός που έχει το χρώμα μεταξύ του άσπρου και του μαύρου, σταχτής

γκριμάτσα:         grimazza, μορφασμός

γκρίνια:               grigna, ατέλειωτο κλάμα μικρού παιδιού, μεμψιμοιρία, διάθεση για φιλονικία, διχόνοια

γκρόσο μόντο:  grosso modo, σε γενικές γραμμές, χωρίς λεπτομέρειες

γκροτέσκο:         grottesca, grottesca (= ζωγραφιά των σπηλαίων), γελοιογραφική υπερβολή, για να τονιστεί το κακό και το άσχημο

γλόμπος:             globo, σφαιρικό, γυάλινο περίβλημα λαμπτήρα

γόμα:    gomma, κόλλα από κόμμι, γομολάστιχα

γόνδολα:             gondola, μακρόστενη βάρκα που χρησιμοποιείται ως μεταφορικό μέσο στα κανάλια της Βενετίας

γούμενα:             gumena, χοντρό καραβόσκοινο

γουσταδόρος:   gustatore, αυτός που δοκιμάζει από ποτό για να ελέγξει την ποιότητά του

γουστάρω:         gustare, επιθυμώ να γευθώ κάτι, ορέγομαι, ευχαριστιέμαι με κάτι, μου αρέσει, διασκεδάζω

γούστο:                gusto, χάρη, καλαισθησία, αρέσκεια

γουστόζος:         gustoso, ευχάριστος, διασκεδαστικός

γραβάτα:            cravatta, λαιμοδέτης

γράδο: grado, όργανο για τον προσδιορισμό της πυκνότητας των υγρών, ο βαθμός πυκνότητας των υγρών

γραίγος:              grego (vento) = (άνεμος από την Ελλάδα),  βορειανατολικός άνεμος

Γραικός:               Grecο, ο Έλληνας

γρανίτα:              granita, grano (= κόκκος), είδος παγωτού από χυμό φρούτων

γρανίτης:            granita, grano (= κόκκος), πέτρωμα από τα σκληρότερα

γραπώνω:           grappare, πιάνω με τα νύχια, αρπάζω βίαια

γράσο: grasso, λίπος για τη λίπανση των μηχανών

γρίβας: grigio,  ψαρό άλογο

γρίβος: grigio, γκρίζος

δαμάσκο:            damasco (=Δαμασκός), είδος πολυτελούς, ποικιλόχρωμου υφάσματος

διαμάντι:            diamante, πολύτιμου λίθου, κάθε σώμα διαυγές ή λαμπρό

διάνα:  diana, εγερτήριο σάλπισμα, ευστοχία στη σκοποβολή, κάθε επιτυχία

δουκάτο:             ducato, χώρα κυβερνώμενη από δούκα, παλιό νόμισμα ευρωπαϊκών χωρών

δραγουμάνος:  dragomanno, ο διερμηνέας

εβίβα:   evviva (=ζήτω), εις υγείαν (έκφραση ευχής σε πρόποση)

έγια μόλα:          eia mola, εμπρός (στην ναυτική)

εντράτα:             entrata (= είσοδος), εισαγωγικό μουσικό κομμάτι σε θεατρικό ή μουσικό έργο

ευρωκομουνισμός:         eurocomunismo, η τάση των ευρωπαϊκών κομουνιστικών κομμάτων που εκδηλώθηκε κατά τη δεκαετία του 1960, και απέβλεπε στην ανεξαρτητοποίηση από το τότε κομουνιστικό κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης

ευρωκομουνιστής:          eurocomunista, οπαδός του ευρωκομουνισμού

ζαφείρι:               saffiro, είδος πολύτιμης πέτρας, ο σάπφειρος

ζελατίνα:             gelatina, κόλλα ζωικής ή φυτικής προέλευσης με ποικίλες χρήσεις στη βιομηχανία, κολλώδης πολτός από κρέας, ψάρια ή φρούτα

ζιμπελίνα:           zibellino, μικρό θηλαστικό, είδος κουναβιού που ζει στη Σιβηρία και την Ιαπωνία και θηρεύεται για τη γούνα του, πανωφόρι από τη γούνα αυτού του ζώου

ζούρα:  usura, κατακάθι, καχεξία, μαρασμός

θεατρίνα:           teatrino, η ηθοποιός

ιησουίτης:           Gesuita, μοναχός του καθολικού τάγματος του Ιησού

ιμπρεσάριος:     impresario, επιχειρηματίας που αναλαμβάνει την οργάνωση συναυλιών, θεατρικών παραστάσεων κ.α.

ινκόγκνιτο:         incognito, ανεπίσημα, κρυφά

ιντερλούδιο:      interludio, δραματικό μουσικό ή κινηματογραφικό ιντερμέδιο

ιντερμέτζο:         intermézzo, αυτοτελές κομμάτι που παρεμβάλλεται ανάμεσα στις πράξεις θεατρικού ή στα μέρη μουσικού έργου

ινφλουέντσα:    influenza, η γρίπη

 

Ιταλικές Λέξεις στα Ελληνικά

 

Add a Comment

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

xxx porn redtube