Ιταλικές λέξεις που χρησιμοποιούνται στα Ελληνικά
| |Ιταλικές λέξεις που χρησιμοποιούνται στα Ελληνικά
Μέρος Ι Μέρος ΙΙ Μέρος ΙΙΙ Μέρος ΙV Μέρος V Μέρος VI
(ν)τάβανος: tabano, γένος δίπτερων εντόμων που είναι παράσιτα κατοικίδιων ζώων, η αλογόμυγα
ταγιαδόρος: tagliatore, κατασκευαστής ξυλόγλυπτων κοσμημάτων
τακούνι: taccone, το ψηλό και πίσω μέρος των παπουτσιών, όπου ακουμπά η φτέρνα
τάλαντο: talento, στην αρχαιότητα, μονάδα βάρους, νομισματική μονάδα των αρχαίων, φυσικό προσόν, χάρισμα, ταλέντο
τάλαρο: tallero, το πεντάδραχμο, τάλιρο
τάλε κουάλε: tale quale, ακριβώς όμοια
ταλέντο: talento, φυσικό χάρισμα, εξαιρετική ικανότητα
(ν)ταλιαμάς: tagliamare, το πρόσθιο τμήμα του πλοίου που βρίσκεται στην περιοχή της ίσαλης γραμμής και σχίζει το νερό
ταμπακέρα: tabacchiera, καπνοθήκη, τσιγαροθήκη
ταμπάρο: tabarro, είδος χοντρού πανωφοριού
ταμπέλα: tabella, ενεπίγραφη πινακίδα
ταμπεραμέντο: temperamento, ψυχική ιδιοσυστασία
ταμπούρλο: tamburlo, κρουστό μουσικό όργανο αποτελούμενο από ξύλινο κύλινδρο του οποίου οι παράλληλες βάσεις φέρουν δέρμα τεντωμένο που κρούονται με δύο ξύλινες μπαγκέτες, μικρό τύμπανο
τανάλια: tanaglia, εργαλείο που αποτελείται από δύο μεταλλικούς βραχίονες που απολήγουν σε δαγκάνες, και χρησιμοποιείται για την εξαγωγή καρφιών, την κοπή μεταλλικών αντικειμένων κτλ
ταπέτο: tappeto, μικρός τάπητας, χαλάκι
ταπετσαρία: tappezzeria, διακοσμητική επένδυση τοίχων ή επίπλων με χαρτί, ύφασμα, δέρμα, μουσαμά ή άλλο ποικιλμένο υλικό
ταπετσάρω: tappezzare, καλύπτω εσωτερικό τοίχο με ειδικό χαρτί, πλαστικό, ξύλο κτλ
(ν)τάρα: tara, απόβαρο
ταραντέλα: tarantella (= χορός από τον Τάραντα), είδος εύθυμου ιταλικού λαϊκού χορού
ταραντούλα: tarantola (=Taranto, πόλη της Ιταλίας), είδος δηλητηριώδους αράχνης των θερμών χωρών
ταράτσα: terrazza, επίπεδη στέγη στρωμένη με πλάκες ή μπετόν
ταρίφα: tariffa, καθορισμός τιμής, διατίμηση, το κόστος διαδρομής με ταξί
ταρό: tarocco, παιγνιόχαρτα που είναι μεγαλύτερα από αυτά της κανονικής τράπουλας, φέρουν συμβολικές φιγούρες και χρησιμοποιούνται για χαρτοπαίγνιο ή στη χαρτομαντεία
ταρταρούγα: tartaruga (= χελώνα), όστρακο χελώνας, αντικείμενο που έχει κατασκευαστεί από όστρακο χελώνας
ταρτούφος: tartufo (= πρόσωπο της κωμωδίας), υποκριτής
τέζα: tesa, τεντωμένος, αλύγιστος
τεζάρω: tesare, απλώνω, τεντώνω, καταρρέω, χάνω τις δυνάμεις μου
τελάρο: telaro, πλαίσιο πάνω στο οποίο τεντώνουν το κέντημα, κάθε πλαίσιο κιβώτιο από ξύλο ή πλαστικό, όπου τοποθετούνται οπωρικά, καφάσι
τέμπερα: tempera, είδος ζωγραφικής με χρώματα διαλυμένα σε κόλλα ή ανακατεμένα με κρόκο ή και ασπράδι αβγού, πίνακας ζωγραφικής που έχει ζωγραφιστεί με τέτοια χρώματα
τέμπο: tempo, ρυθμός (στη μουσική)
τενόρος: tenore, οξύφωνος τραγουδιστής
τερακότα: terra-cotta (= γη ψημένη), ψημένη άργιλος με μεγάλη περιεκτικότητα σιδήρου, υλικό κεραμικής, καλλιτέχνημα από ψημένη άργιλο
τερτσέτο: terzetto, μουσικό κομμάτι για τρία όργανα ή τρεις φωνές, τριωδία, χορός με τρεις χορευτές
τερτσίνα: terzina, ποιητική στροφή από τρεις ενδεκασύλλαβους στίχους, από τους οποίους ο πρώτος ομοιοκαταληκτεί με τον τρίτο, και ο δεύτερος με τον πρώτο και τον τρίτο της επόμενης στροφής
τζάντζαλο: cencio (= κουρέλι), κουρέλι, ράκος
τζιράρω: girare (= γυρίζω), προβαίνω σε διαδοχικές εμπορικές συναλλαγές προσδοκώντας πολλαπλασιασμό του κέρδους
τζιριτζάντζουλα: gironzolare (= περιστρέφομαι), περιστροφή, ελιγμός
τζίρος: giro, το σύνολο των εμπορικών συναλλαγών σε ορισμένη χρονική περίοδο
τζόβενο(ς): giovane (= νεαρός), νεαρός, νέος
τζόγια: gioia (= χαρά), χάρμα οφθαλμών
τζόγος: gioco, χαρτοπαιξία, τυχερό παιχνίδι
τίγκα: diga (= επίχωμα), ίσαμε πάνω, γεμάτα τελείως, φίσκα
τίλιο: tiglio, αφέψημα από ξερά φύλλα και άνθη της φλαμουριάς
τιμονιέρης: timoniere, πηδαλιούχος, κυβερνήτης
τιραμισού: tiramisu, είδος γλυκού από παντεσπάνι, ποτισμένο με καφέ, μπράντι ή λικέρ και πασπαλισμένο με σοκολάτα και τυρί μασκαρπόνε
τιραμόλα: tira e molla (τράβα και χαλάρωσε, λύσε), ναυτικό παράγγελμα για τη μεταβολή του πετάσματος των ιστίων
τιράντα: tirante-tirare (= τραβώ), λουρίδα από ύφασμα ή λάστιχο για να συγκρατεί ρούχα
τόκα: toccare (= αγγίζω), σφίγγω το χέρι μου με το χέρι άλλου ή τσουγκρίζω το ποτήρι του
τόμπολα: tombola, είδος τυχερού παιχνιδιού που παίζεται με κλήρους
τόνος: tonno, είδος μεγάλου ψαριού
τόρσο: torso (= κοτσάνι), γλυπτή παράσταση του κορμού του ανθρώπινου σώματος, ο κορμός ενός αγάλματος, χωρίς κεφάλι, χέρια και πόδια
τουρκέτο: το πρωραίο όρθιο κατάρτι
τράβα: trave, μεγάλο δοκάρι για υποστήριξη στέγης ή δαπέδου
(ν)τράβαλα: travaglio, περιπέτειες, βάσανα
τραβατζάρω: travasare, μεταγγίζω κρασί ή λάδι από ένα δοχείο σε άλλο
τραβέρσα: traversa, δοκάρι στο οποίο στερεώνονται οι σιδηροτροχιές, δοκός, κάτω από το κατάστρωμα, κάθετη στον διαμήκη άξονα του πλοίου
τραβέρσα: traversa, δοκάρι στο οποίο στερεώνονται οι σιδηροτροχιές
τραβερσάδα: traversata, πλους από λιμάνι σε λιμάνι
τραβερσάρω: traversare, πλέω από λιμάνι σε λιμάνι, διαπλέω, στερεώνω την άγκυρα στα πλευρά πλοίου, ελαττώνω την ταχύτητα του πλοίου σε ώρα τρικυμίας και πλέω αντίπρωρα στον άνεμο περιμένοντας να βελτιωθεί ο καιρός
τραβέρσο: traverso, πλους με ελαττωμένη ταχύτητα και με τον άνεμο ή το κύμα από τα πλάγια
τραβερσώνω: traverso, στρέφω το πλοίο να σταθεί τραβέρσο, δηλ. να δέχεται τον άνεμο ή το κύμα από τα πλάγια
τρακάρω: attaccare, συγκρούομαι, συναντώ κάποιον ξαφνικά
τραμουντάνα: tramontana, βόρειος άνεμος, βοριάς
τραμπάκουλο: trabaccolo, ογκώδες και αργό ιστιοφόρο παρόμοιο με την μπρατσέρα, σωματώδης γυναίκα που βαδίζει αργά
τραμπάλα: traballare (= ταλαντεύομαι), είδος κούνιας, μακρύ δοκάρι ή σανίδα που ταλαντεύεται πάνω σε ψηλό υποστήριγμα
τραμπολίνο: trampolino, όργανο γυμναστικής που αποτελείται από ένα ελαστικό στρώμα, το οποίο συγκρατείται σε μεταλλικό πλαίσιο με χαλύβδινα ελατήρια, και χρησιμεύει για την εκτέλεση ακροβατικών ασκήσεων και αναπηδήσεων
τραμπουκάρω: traboccare, κλυδωνίζομαι επικίνδυνα, θαλασσοπνίγομαι, δωροδοκώ
τραμπουκέτο: trabochetto, κινητό τμήμα της σκηνής θεάτρου που χρησιμεύει για την εμφάνιση ή εξαφάνιση προσώπων ή σκηνικού διακόσμου
τράνζιτ(ο): transito, μεταφορά εμπορευμάτων από μια χώρα σε άλλη δια μέσου τρίτης χώρας, στην οποία δεν πληρώνονται δασμοί, διαμετακόμιση, ενδιάμεσος σταθμός κατά τη μεταφορά επιβατών, όπου δεν υφίστανται τελωνειακό ή αστυνομικό έλεγχο
τράπουλα: trappola (= παγίδα, δόλος), η δεσμίδα των παιγνιοχάρτων
τράτα: tratta, κωνικό δίχτυ αλιευτικό που σέρνεται από βάρκα
τραταμέντο: trattamento, κέρασμα σε φιλοξενούμενο, τρατάρισμα
τρατάρω: trattare, προσφέρω γλύκισμα ή ποτό, τρατέρνω
τράτο: tratto, διάστημα, περιθώριο χρόνου ή απόστασης, φορά, φόρα
τρεμεντίνα: trementina, ρητίνη των κωνοφόρων δέντρων
τρέμολο: tremolo, εκτέλεση μουσικού φθόγγου με ταχύτατη επανάληψή του
τρικαντό: tricanton, είδος τρίκοχου καπέλου
τρικολόρε: tricolore, πολύχρωμος, παρδαλός
τρίλια: trillo, τερέτισμα, κελάηδημα, γοργή εναλλαγή δύο συνεχών φθόγγων στη μουσική
τρίο: trio, μουσική σύνθεση για τρία όργανα ή τρεις φωνές, ομάδα τριών ατόμων που τραγουδούν ή χορεύουν μαζί
τρο(υ)μπέτα: trombetta, είδος πνευστού μουσικού οργάνου
τρόμπα μαρίνα: tromba marina, τηλεβόας
τρόμπα: tromba, αντλία, σάλπιγγα
τρομπάρω: trombare, αντλώ με τρόμπα
τρομπόνι: trombone, χάλκινο πνευστό όργανο
τσαμπί: zampa, κλωνάρι που φέρει τις ρώγες σταφυλιού
τσαμπούνα: zampogna, είδος πνευστού μουσικού οργάνου από ασκό, γκάιντα
τσάπα: zappa, γεωργικό εργαλείο για σκάψιμο, σκαπάνη με πλατιά λάμα
τσαρλατάνος: ciarlatano/ciarlare (= φλυαρώ), αγύρτης, απατεώνας, κομπογιαννίτης
τσεμπαλίστας: cembalista, μουσικός που παίζει τσέμπαλο
τσέμπαλο: cembalo, έγχορδο μουσικό όργανο που παίζεται με πλήκτρα
τσερβέλο: cervello, εγκέφαλος, μυαλό
τσέρκι: cerchio, στεφάνη βαρελιού, κάθε ξύλινη ή μεταλλική ζώστρα για συγκράτηση ή στερέωση
τσέρουλα: cerulo, είδος μικρού ψαριού
τσιγάρο: cigaro, κομμένος καπνός τυλιγμένος σε ειδικό χαρτί σε σχήμα μικρού κυλίνδρου, σιγαρέτο
τσίγκος: zinco, ο ψευδάργυρος
τσίλια: ciglio (= φρύδι), η θέση του φρουρού σε ύποπτες επιχειρήσεις του υποκόσμου
τσίμα τσίμα: cima (= κορυφή), με πολλή δυσκολία, μόλις και μετά βίας
τσιμέντο: cemento, οικοδομικό υλικό σε μορφή σκόνης, που παράγεται από άσβεστο αναμεμειγμένη με οξείδια του πυριτίου, του αργιλίου, του σιδήρου και όταν αναμειχθεί με το νερό στερεοποιείται σε εξαιρετικά σκληρή μάζα
τσιμινιέρα: ciminiera, η καπνοδόχος, και ιδ. των ατμοπλοίων
τσιμούχα: cimosa (= ούγια), άκρη υφάσματος, ούγια, μακριά λουρίδα από άκρη υφάσματος, κατασκεύασμα από λεπτό φελλό, χαρτόνι κτλ., που μπαίνει ανάμεσα σε μεταλλικές επιφάνειες μηχανής, για να μην τρίβονται, γυναίκα αδύνατη και άσχημη
τσιριγώτικος: Cerigo, ο προερχόμενος από το Τσιρίγο
τσιριμόνια: cerimonia (= τελετή), φιλοφρόνηση, επιδεικτική περιποίηση
τσίρκο: circo, ιπποδρόμιο, θέαμα με ποικίλες επιδείξεις ακροβατών, γυμνασμένων ζώων κτλ. σε ειδικούς χώρους με κυκλική πίστα στο κέντρο
τσιρότο: cerotto, έμπλαστρο με επίστρωμα κεριού
τσόκαρο: zoccolo, ξύλινο πέδιλο, μειωτικός χαρακτηρισμός για γυναίκα αμόρφωτη, ακαλαίσθητη, κουτσομπόλα
τσότρα: ciotola, ξύλινο δοχείο κρασιού
τσουκάλι: zucca, πήλινη χύτρα
τσούλα/ί: ciulla, πόρνη, γυναίκα του δρόμου, πορνίδιο, πουτανάκι
τσούρμο: ciurma (= πλήρωμα πλοίου), πλήρωμα καραβιού, πλήθος ανθρώπων
φ(ι)έστα: festa, γιορτή, πανηγύρι, επιδεικτική εκδήλωση
φαγεντιανός: η πόλη Faenza (= Φαγεντία), προερχόμενος από την πόλη Φαγεντία
φαγιάνς/τσα: Faenza (= Φαγεντία), σκεύος ή κομψοτέχνημα από πορσελάνη, κατασκευασμένο σύμφωνα με την τέχνη της φαγιάνς, με στιλπνή ζωγραφισμένη επιφάνεια ή ανάγλυφη σμαλτωμένη διακόσμηση, πιατέλα
φαγκότο: fagotto, είδος πνευστού μουσικού οργάνου, ο βαρύαυλος
φαλιμέντο: fallimento, χρεοκοπία, πτώχευση
φαλίρω: fallire, χρεοκοπώ, πτωχεύω
φαλτσάρω: falsare, κάνω παραφωνία, πέφτω σε λάθος, σφάλλω
φαλτσέτα: falcetto, κοφτερό εργαλείο που χρησιμοποιούν οι βυρσοδέψες ή οι τσαγκάρηδες
φάλτσο: falso, παραφωνία, λάθος, σφάλμα, φαλτσάρισμα
φάμπρικα: fabbrica, εργοστάσιο, τρόπος για να επιτύχει κανείς κάτι
φαμπρικάντης: fabbricante, ιδιοκτήτης εργοστασίου, βιομήχανος
φαμπρικάρω: fabbricare, κατασκευάζω βιομηχανικά προϊόντα
φανέλα: flanella, είδος χνουδωτού υφάσματος, μάλλινο ή βαμβακερό εσώρουχο για το πάνω μέρος του σώματος, που φοριέται κατάσαρκα
φανταρία: fanteria, πολλοί φαντάροι μαζί, το σώμα του πεζικού
φάντες/ης: fante, φιγούρα της τράπουλας, ο βαλές
φανφάρα: fanfara (= σάλπισμα), μελωδία με πομπώδη και πανηγυρικό χαρακτήρα, ορχήστρα από χάλκινα όργανα, μπάντ
φανφαρόνα/ος: fanfarone, ανόητος κομπαστής, καυχησιάρης, λογάς
φαρίνα: farina, λεπτό άσπρο σιτάλευρο
φάρσα: farsa, είδος ελαφράς κωμωδίας με απρόοπτα και παρεξηγήσεις, αστειότητα σε βάρος κάποιου για να γελάσουν οι άλλοι
φάσα: fascia (= ταινία, επίδεσμος), πρόσθετη λουρίδα υφάσματος που ράβεται για μάκρεμα, φάρδεμα ή διακόσμηση στο κύριο ύφασμα
φασαρία: fassaria, θόρυβος, αναστάτωση
φασίνα: fascina, λουρίδα υφάσματος με την οποία περιτυλίγεται χοντρό σκοινί, γενική καθαριότητα
φασισμός: fascismo, δικτατορικό αστικό πολιτειακό σύστημα με κύρια χαρακτηριστικά την κατάργηση του κοινοβουλευτισμού και την έξαρση της κρατικής εξουσίας, που ασκείται τρομοκρατικά
φασίστας/ής/ρια: fascista, παδός του φασισμού
φάτα μοργκάνα: fata morgana, είδος αντικατοπτρισμού, που εμφανίζεται συχνά στον πορθμό της Μεσσήνης, κατά τον οποίο επιμηκύνονται τα αντικείμενα που βρίσκονται στην απέναντι ακτή
φατούρα: fattura, τιμολόγιο εμπορευμάτων
φάτσα: faccia, όψη, μορφή
φελούκα: feluca, χαμηλό και στενό σκάφος που πλέει με κουπιά ή πανιά
φέλπα: felpa, είδος βαμβακερού ή μάλλινου υφάσματος, που μοιάζει με βελούδο
φερμάρω: fermare, παρατηρώ με προσοχή, καθηλώνω το βλέμμα μου σε κάτι ή σε κάποιον, διακρίνω
φέτα: fetta, λεπτό και πλατύ κομμάτι από φαγώσιμο είδος
φιάσκο: fiasco, παταγώδης αποτυχία ή πάθημα που προκαλεί χλευασμό
φιγούρα: figura, μορφή, σχήμα, εικονογραφημένο χαρτί της τράπουλας, σύνολο από μελωδικά ή ρυθμικά στοιχεία, χορευτική παραλλαγή
φιγουράρω: figurare, κάνω φιγούρα, προκαλώ εντύπωση
φιγουρίνι: figurino, εικονογραφημένο περιοδικό μόδας, ωραία και κομψή γυναίκα, ντυμένη όπως απαιτεί η μόδα
φιλέτο: filetto, το κρέας των σφαγίων, από την περιοχή γύρω από τα νεφρά, ως χαρακτηρισμός για καθετί που θεωρείται εκλεκτό πάρα πολύ καλό
φιλιστρίνι: finestrino, μικρό στρογγυλό παράθυρο σε καμπίνα πλοίου, φινεστρίνι
φιλτράρω: filtrare, περνώ από το φίλτρο, διυλίζω, διηθώ
φίλτρο: filtro, μέσο διυλίσεως, κομμάτι από ύφασμα, χαρτί ή άλλο υλικό μέσα από το οποίο περνά υγρό ή αέριο, για να συγκρατηθούν στερεές ή άχρηστες ουσίες που περιέχει
φινάλε: finale, το τελευταίο μέρος θεατρικού ή μουσικού έργου, ρητορικού λόγου, γιορτής, τέλος, κατακλείδα
φινέτσα: finezza, η ιδιότητα του φίνου, λεπτότητα συμπεριφοράς, ομιλίας κτλ. κομψότητα, καλαισθησία
φινίρω: finire, τελειώνω κάτι, επεξεργάζομαι επιμελώς την εμφάνιση ενός προϊόντος
φίνος: fino (= λεπτός), λεπτός, εξαίρετος στη συμπεριφορά
φιόγκος: fiocco (= νιφάδα), τρόπος δεσίματος γραβάτας, κορδέλας, κορδονιού κτλ. σε σχήμα πεταλούδας
φιόρε: fiore, άνθος, φιόρο
φιορίνι: fiorino, παλιό, χρυσό ή ασημένιο νόμισμα διαφόρων ευρωπαϊκών κρατών, νομισματική μονάδα της Ολλανδίας
φιοριτούρα: fioritura, καλλωπισμός, εξωραϊσμός
φίρμα: firma, επωνυμία εμπορικού οίκου, γνώρισμα ορισμένης προελεύσεως, διασημότητα
φλάντζα: flangia, λεπτό φύλλο από δέρμα, μέταλλο, ελαστικό ή άλλη ύλη που παρεμβάλλεται σε τμήματα μηχανής για εξασφάλιση στεγανότητας
φλαουτίστα(ς)/τρια: flautista, μουσικός ειδικευμένος στο φλάουτο
φλάουτο: flauto, πνευστό μουσικό όργανο, ο πλαγίαυλος
φλόκος: flocco, φλόκι, τριγωνικό ιστίο, που προεξέχει από την πλώρη, ο αρτέμων
φόκο: fuoco (=φωτιά), μόνο στις φράση έβαλε φόκο, πυρπόλησε – πήρε φόκο, άναψε
φόντο: fondo, το βάθος οποιουδήποτε πράγματος, το βάθος ζωγραφικού πίνακα ή άλλης εικόνας
φόρμα: forma, μορφή, σχήμα, μήτρα, καλούπι
φορμάρω: formare, δίνω φόρμα, σχήμα, διαμορφώνω, καλουπώνω
φόρμουλα: formula, πρότυπο βάσει του οποίου διατυπώνεται κάτι
φόρτε: forte, δύναμη, ένταση, ιδιαίτερη ικανότητα σε κάτι, οι ψηλές νότες, δυνατά
φορτέτσα: fortezza, είδος φόδρας από χοντρό ύφασμα ή δέρμα
φόρτι: forte, το πίσω μέρος του παπουτσιού
φορτίσιμο: fortissimo, πολύ ψηλές νότες στη μουσική
φόρτσα: forza, δύναμη, ένταση, δυνατά
φορτσάρω: forzare, αυξάνω την ένταση στο μέγιστο, εντείνομαι, δυναμώνω
φορτσάτος: forzato, σφοδρός, ορμητικός, βιαστικός, γρήγορος
φορτσέρι: forziere, μπαούλο
φουγάρο: fogara, καπνοδόχος εργοστασίου ή πλοίου, μανιώδης καπνιστής
φούγκα: fuga, είδος πολυφωνικής μουσικής συνθέσεως κατά την οποία οι διάφορες φωνές ή όργανα επαναλαμβάνουν και αντιφωνούν με παραλλαγές την αρχική μελωδία
φουμάρω: fumare, καπνίζω τσιγάρο, ναργιλέ, φουμέρνω
φουντάρω: fundare, βυθίζω πλοίο, στέλνω στο φούντο, ρίχνω άγκυρα, καταποντίζομαι, βουλιάζω, οδηγώ σε χρεοκοπία
φούρια: furia (= τρέλα), σπουδή, βιασύνη, ορμή
φουριόζος: furioso (= τρελός), βιαστικός, ανυπόμονος, ευέξαπτος, οργίλος, θυμωμένος
φουρνέλο: fornello, σκαφίδιο από χυτοσίδηρο του οποίου ο πυθμένας σχηματίζει σχάρα όπου καίγονται τα κάρβουνα
φουρτούνα: fortuna, τρικυμία, θαλασσοταραχή
φούστα: fusta, γυναικείο ρούχο που καλύπτει το μέρος του σώματος κάτω από τη μέση
φουστάνι: fustagno, γυναικείο φόρεμα
φράγκο: franco, νομισματική μονάδα της Γαλλίας, της Ελβετίας και του Βελγίου
φραμασόνος: frammassone, μασόνος
φράντζα: frangia, ταινία με κρόσσια, τούφα μαλλιών που πέφτει στο μέτωπο, αφέλεια
φραντσέζικος: Francese, ο γαλλικός
φράουλα: fragola, ο καρπός της φραουλιάς, η φραουλιά
φράπα: frappa, είδος εσπεριδοειδούς δέντρου, που ο καρπός του χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική
φρέζα: fresa, μηχανή για την κατεργασία ξύλων ή μετάλλων
φρεσκάρω: frescare, κάνω κάτι νωπό, δροσερό, ανανεώνω, ανακαινίζω
φρέσκο: fresco, νωπογραφία
φρέσκος: fresco, αυτός που πρόσφατα παρασκευάστηκε (για τρόφιμα)
φριτούρα: frittura, τηγάνισμα σε ζεστό λάδι ή λίπος, μείγμα λίπους και λαδιού για τηγάνισμα
φρουτιέρα: fruttiera, επιτραπέζιο σκεύος για φρούτα
φρούτο: frutto, σαρκώδης καρπός φυτού ή δένδρου που τρώγεται
φυσαρμόνικα: fisarmonica, μουσικό όργανο με φυσητήρα και σειρά μεταλλικών γλωσσίδων, καθεμιά από τις οποίες παράγει διαφορετικό τόνο
χαλκομανία: decalcomania, εικόνα πάνω σε λεπτή μεμβράνη επικολλημένη σε χαρτί από το οποίο μπορούμε να τη μεταφέρομε σε άλλη επιφάνεια
Ιταλικές λέξεις που χρησιμοποιούνται στα Ελληνικά