Τούρκικες Λέξεις στο Ελληνικό Λεξιλόγιο

Τούρκικες Λέξεις στο Ελληνικό Λεξιλόγιο

 

Τούρκικες λέξεις στην Ελληνική Γλώσσα
Τούρκικες λέξεις στην Ελληνική Γλώσσα

Μέρος Ι         Μέρος ΙΙ        Μέρος ΙΙΙ        Μέρος ΙV            Μέρος V

 

αβάντα:               avanta (= κέρδος), όφελος

αγάς:    aga, Τούρκος αξιωματούχος, άρχοντας, πρόκριτος

αγιάζι:  ayaz, το πρωινό ή απογευματινό διαπεραστικό κρύο, η δροσιά

αγιάνης:              âyan (=πρόκριτος), τουρκικός τίτλος τοπικού άρχοντα, που διοριζόταν από τον σουλτάνο

αγριλίκι:              agirlik, προγαμιαία δωρεά του γαμπρού στη νύφη, ιδ. όταν ο άντρας είναι χήρος και η νύφη παρθένα

αλάνα/ι:              alan (= πέρασμα μέσα από δάσος), ανοιχτός χώρος σε κατοικημένη περιοχή

αλατζάς:              alaca, φτηνό βαμβακερό ύφασμα

άλικος: al (= κüκκινος), βαθυκόκκινος, φλογάτος

αλισβερίσι:        alisveris (= πάρε δώσε), εμπορική συναλλαγή, δοσοληψία

αλμπάνης/ισσα:              nalbant, πεταλωτής, καλιγωτής | (ειρωνικά) άνθρωπος άξεστος, αδέξιος στη δουλειά του

αμάν:    aman, έλεος! για όνομα του Θεού

αμανάτι:             emanet, ενέχυρο, υποθήκη

αμανές:               mani, είδος λαϊκού τραγουδιού, συνήθως ερωτικού, όπου επαναλαμβάνεται κάθε τόσο το επιφώνημα αμάν

αμπάρι:               ambar, αποθήκη για σιτηρά

αναντάν μπαμπαντάν: anadan babadan, αναντάν μπαμπαντάν, από μάνα κι από πατέρα, από καταγωγή, ανέκαθεν

αντάμης:             adam, θαρραλέος, παλικαράς | αυτός που καβγαδίζει για να προκαλέσει και να επιδειχθεί

αντερί: entari, μακρύ ένδυμα με μανίκια που φορούν οι ιερείς μέσα από το ράσο

αντέτι:  adet, συνήθεια, έθιμο

αραλίκι:               aralik (= χαραμάδα), ρωγμή, χαραμάδα, άνεση, ανάπαυση, αργία, ευρυχωρία από την αραίωση

αραμπάς:            araba (= άμαξα), τετράτροχο ή δίτροχο μεταφορικό αμάξι που το σέρνουν βόδια ή άλογα, κάρο

αραμπατζής:     arabaci, οδηγός ή ο ιδιοκτήτης του αραμπά

αριάνι: ayran, δροσιστικό ποτό από γιαούρτι διαλυμένο σε νερό

αρκαντάσης:     arkadas, σύντροφος, φίλος, συνέταιρος

αρναούτης/ισσα:            arnavut, Αλβανός, άξεστος, αγροίκος

αρσίζης:               arsız (= αναιδής), ξεδιάντροπος, αναίσχυντος

ασίκης: âsık, ερωμένος, αγαπητικός, ωραίος, λεβέντης, παλικαράς

ασκέρι:                asker (= σώμα στρατού), τακτικός ή άτακτος στρατός

ασουρές:             asure, παχύρρευστο γλύκισμα από βρασμένο σιτάρι, καρύδια, σταφίδες κ.α.

ατζαμής:              acemi, αδέξιος

ατζέμ πιλάφι:    acem pilavı (= περσικό πιλάφι), ρύζι με κρέας

άτι:        at, το αρσενικό, μη ευνουχισμένο άλογο, κατάλληλο για ιππασία, πολεμικό άλογο

άφεριμ:               aferim, εύγε, μπράβο

αφιόνι: afyon, το φυτό μήκων η υπνοφόρος και το ναρκωτικό που παίρνεται απ’ αυτό, όπιο

αχμάκης:             ahmak (= κουτός), αφελής, απλοϊκός, βραδύνους, νωθρός, τεμπέλης

αχούρι:                ahır,  στάβλος, χώρος ακάθαρτος ή ακατάστατος

άχτι:      ahd (= υποχρέωση), έντονη επιθυμία, πόθος για εκδίκηση

βάι:        vay, εκφραστικό λύπης, πόνου, με τη σημασία του αλίμονο, συχνά και επαναλαμβανόμενο, βάι βάι

βακούφι:             vakıf, κτήμα αφιερωμένο σε ναό, μοναστήρι ή σε ευαγές ίδρυμα

βαλκανικός:       balkan (= ψηλή και δασώδης οροσειρά)

βαράκ(ι):            varak, λεπτότατο φύλλο χρυσού που χρησιμοποιείται για επιχρυσώσεις αντικειμένων

βαριεστίζω:        vazgestim, αποκάνω, νιώθω κορεσμό ή αηδία για κάτι, βαριεστώ

βασιβουζούκος:               basıbozuk,  άτακτος στρατιώτης του τουρκικού στρατού, απείθαρχος, ασύδοτος άνθρωπος

βαχ:       vah, εκφράζει πόνο, λύπη,  αχ βαχ

βεζίρης:               vezir, ανώτατος κρατικός λειτουργός στην οθωμανική αυτοκρατορία

βελέντζα:            velence, βαρύ, μάλλινο κλινοσκέπασμα

βερέμης:             verem, καχεκτικός, ασθενικός, μελαγχολικός, κακεντρεχής, φθονερός

βερεσές:              veresiye, αγορά ή πώληση με πίστωση

βιλαέτι‑:              vilâyet, μεγάλη διοικητική περιοχή στην Τουρκία

βουρ:    vur (=χτύπα) vurmak (=χτυπώ), όρμα του, βάλε μπρος

γαϊτάνι:               gajtan, μεταξωτό κορδόνι για τη διακόσμηση φορεμάτων

γελέκι/ο:             yelek, γιλέκο, ανδρικό ένδυμα που φοριέται κάτω από το σακάκι

γεμενί: Yemeni (= η χώρα Υεμένη), πολύχρωμο και διάφανο φακιόλι, τσεμπέρι

γεμιτζής:              gemici, παλιός και πεπειραμένος ναυτικός, θαλασσόλυκος

γενίτσαρος:       yeni-ceri (= νέος στρατός), Τούρκος στρατιώτης (στα χρόνια της τουρκοκρατίας) ειδικού σώματος αποτελούμενου κυρίως από εξισλαμισμένα χριστιανόπουλα

γεντέκι:                yedek (= καπίστρι, σκοινί για ρυμούλκηση, το σκοινί με το οποίο σύρονται ή ρυμουλκούνται πλεούμενα από την ξηρά ή από άλλο πλοίο, σκοινί με το οποίο τραβούν τα ζώα

για:        ya, αντί του, ώστε να,

γιαβάς:                yavas, γιαβάς γιαβάς, αργά, σιγά σιγά

γιαβέρης:            yaver, σωματοφύλακας, υπασπιστής

γιαβουκλού:      yavuklu, μνηστή, αγαπητικιά

γιαβουκλούς:    yavuklu,  ο αγαπητικός, ο μνηστήρας

γιαβρί: yavru (= μωρό, νεογνό), νεογνό ζώων και ιδ. πτηνών

γιαβρούμ:           yavrum, μωρό μου (τρυφερή προσφώνηση)

γιαγκίνι:              yangın (= πυρκαγιά), πυρκαγιά, φωτιά, σφοδρό ερωτικό πάθος

γιαγλίδικος:       yaglı, λιπαρός (για τροφές)

γιακάς: yaka, περιλαίμιο εξωτερικών ανδρικών ή γυναικείων ενδυμάτων

γιαλαντζί – ντολμάς:       yalancı (= ψεύτικος) – dolma, νηστίσιμος ντολμάς

γιαλελί:                yeleli, γιλέκο ανοιχτό στο στήθος που φορούσαν πάνω από το πουκάμισο οι βρακοφόροι νησιώτες του Αιγαίου

γιάμπολη:           είδος φαρμακευτικού φυτού

γιάντες:               yadest- yadetmek (= θυμίζω), παιχνίδι μνήμης κατά το οποίο χάνει ο παίκτης που παίρνει στα χέρια του ένα αντικείμενο από συμπαίκτη, χωρίς να δηλώσει τους όρους του παιχνιδιού

γιαούρτη:           yogurt, τροφικό παρασκεύασμα από πηγμένο γάλα, γιαούρτι

γιαπί:    yapı, οικοδομή που δεν τέλειωσε ακόμη, ο σκελετός οικοδομής

γιαπράκι:            yaprak (= φύλλο), ντολμάδες, φαγητό από ρύζι, κιμά, μπαχαρικά κτλ. που τυλίγονται σε αμπελόφυλλα

γιαραμπής:        yarabbi, ο Θεός

γιαρμάς:              yarma-yarmak (= διχοτομώ, διαχωρίζω), είδος ροδάκινου

γιασεμί:               yasemin, το αρωματικό φυτό ίασμος και το άνθος του

γιασμάκι:            yasmak, καλύπτρα του προσώπου των μουσουλμάνων γυναικών

γιαταγάνι:          yatagan, πλατύ και καμπυλωτό σπαθί

γιατάκι:               yatak, στρώμα, κρεβάτι

γιαχνί:  yahni, τρόπος μαγειρέματος λαχανικών, οσπρίων ή και κρέατος με κρεμμύδι που τσιγαρίζεται σε λάδι, ντομάτα, μυρωδικά κτλ

γινάτι:  inat, πείσμα

γιορντάνι:           yordan, περιδέραιο

γιουβαρλάκια: yuvarlak (= σφαιρικός), ίδος φαγητού από κιμά, ρύζι και καρυκεύματα

γιούκι/ος:           yük (= μεγάλο ντουλάπι όπου τοποθετούνται κλινοσκεπάσματα), στοίβα από κλινοσκεπάσματα, στρώματα, κουβέρτες κτλ. | κοίλωμα στον τοίχο όπου τοποθετούν σε στοίβα τα κλινοσκεπάσματα, στρώματα κτλ

γιουρούσι:          yürüyüs, έφοδος, εφόρμηση, γιούρ(γ)ια

γιούχα: yuha, δηλωτικό αποδοκιμασίας

γκάγκαρο:          gaga (= ράμφος), βαρύ ξύλο κρεμασμένο με σκοινί πίσω από την αυλόπορτα την οποία έκλεινε αυτομάτως με το βάρος του

γκάιντα:              gayda, λαϊκό, πνευστό μουσικό όργανο που αποτελείται από δερμάτινο ασκό, δύο αυλούς και το επιστόμιο, ο άσκαυλος

γκελ:     gel, το αναπήδημα που κάνει το τόπι, όταν ριχθεί στο έδαφος

γκέλα:  gel (= έλα), ατυχής ρίψη των ζαριών κατά το τάβλι, η αποτυχία

γκέμι:    gem, χαλινάρι

γκεσέμι:               kösem, κριάρι που προπορεύεται στο κοπάδι, κεσέμι

γκιαούρ/ης:       giaur (= άπιστος),  ως υβριστικός χαρακτηρισμός των χριστιανών

γκιουβέτσι:        güvez, ρηχό και πλατύ πήλινο σκεύος για ψήσιμο φαγητών στο φούρνο, φαγητό με κρέας και ζυμαρικά κυρίως, ψημένο στο φούρνο

γκιουλές:             gülle, βλήμα κανονιού

γλεντζές/τζού  :                eğlence, που του αρέσουν τα γλέντια

γλεντώ:                eglenmek, διασκεδάζω με φαγοπότι, τραγούδι, χορό κτλ.

γούρι:   ugur (= τύχη), καλή τύχη

γουρλής:             ugurlu (= τυχερός), που έχει ή φέρνει τύχη, καλότυχος

γουρσούζης:      ugursuz (= δυσοίωνος), που φέρνει κακοτυχιά

γριγρί:  gir-gir, μικρό αλιευτικό σκάφος με πυροφάνι

δερβένι:              dervent, στενü πέρασμα ανάμεσα σε βουνά

δερβίσης:            dervis, μωαμεθανός μοναχός

διαγουμίζω:       yagma (= διαρπαγή), λεηλατώ

εμ:          hem (= και έπειτα, επίσης), όχι μόνον αλλά και…

εμίρης: emîr, τίτλος φυλάρχων και ηγεμόνων των μουσουλμανικών λαών

εντεψίζικος:       edepsiz (= ανάγωγος, αγενής),  αγενής, αθυρόστομος, αδιάντροπος

εργένης/ισσα:  ergen, άγαμος, που ζει μόνος, χωρίς οικογένεια

ερίφης/ισσα:     herif,  ο ανόητος, ο κακομοίρης που θέλει να φαίνεται έξυπνος

εσνάφι:                esnaf, σωματείο επαγγελματιών, σινάφι

εφέντης:              efendi, κύριος, τίτλος Τούρκων πολιτικών και στρατιωτικών αξιωματούχων και ιδίως των αυτοκρατορικών πριγκίπων

ζαβαλής:             zavallı, ταλαίπωρος, δυστυχής, ζάβαλης

ζαμάνι: zaman, μεγάλο χρονικό διάστημα

ζαμπάκι:              zambak, ο νάρκισσος

ζαμπούνης:        zabun, αδιάθετος, κακοδιάθετος

ζαπτιές:                zaptiye (= χωροφύλακας), αστυνομικός, χωροφύλακας

ζαρζαβάτι(κό): zerzavat, λαχανικό, χορταρικό

ζαρίφης/ισσα:  zarif, κομψός, λεπτός, ευγενής

ζάρφι:   zarf, μεταλλικό, πλατύστομο κύπελλο

ζαφορά:              zafran, το φυτό κρόκος

ζάφτι:   zaptı, κάνω ζάφτι, δαμάζω, τιθασεύω

ζεβζέκης:             zevzek, ανόητος, ελαφρόμυαλος

ζεϊμπέκης:           zeybek, εξισλαμισμένοι Έλληνες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία

ζεμπίλι:                zempil, είδος σάκου από πλεχτή ψάθα

ζεύκι:    zevki, φαγοπότι, τσιμπούσι

ζόρι:      zor, βία, καταναγκασμός, άσκηση πιέσεως

ζορμπαλίκι:        zorbalık, τυραννική συμπεριφορά, ετσιθελισμός

ζορμπάς:             zorba, οπλοφόρος άτακτου στρατιωτικού σώματος, βίαιος, τυραννικός, παλικαράς

ζουμπάς:             zιmba, εργαλείο που τρυπάει μέταλλα ή σπρώχνει προς τα μέσα τα κεφάλια των καρφιών που προεξέχουν

ζουμπούλι:         sümbül, το φυτό υάκινθος ο ανατολικός και το λουλούδι του

ζουρνάς:              zurna, λαϊκό μουσικό όργανο, είδος κλαρίνου

θεριακλής/ισσα:              tiryakli, παθιασμένος με κάτι το απολαυστικό

ιμάμ μπαϊλντί:  είδος λαδερού φαγητού με μελιτζάνες

ιμάμης:                imam, λειτουργός σε μουσουλμανικό ναό, χότζας ή μουεζίνης

ινάτι:     inat, πείσμα, γινάτι

ίρ(ντ)ζι:                irz, τιμή, ντροπή

ιραδές: irade, σουλτανικό διάταγμα

Μέρος Ι         Μέρος ΙΙ        Μέρος ΙΙΙ        Μέρος ΙV            Μέρος V

Τούρκικες Λέξεις στο Ελληνικό Λεξιλόγιο

Add a Comment

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

xxx porn redtube