Γαλλικές Λέξεις στην Ελληνική Γλώσσα
| |Γαλλικές Λέξεις στην Ελληνική Γλώσσα
Έχουν συμπεριληφθεί και οι λέξεις που έχουν Ελληνικές ρίζες, οι κατά λέξη μεταφράσεις, αποδόσεις και τα αντιδάνεια.
ΜΕΡΟΣ 1 ΜΕΡΟΣ 2 ΜΕΡΟΣ 3 ΜΕΡΟΣ 4 ΜΕΡΟΣ 5
αβαείο abbaye καθολικό μοναστήρι που διοικείται από αβά | η κατοικία του αβά
αβανγκάρντ avant-garde η πρωτοπορία | η επινόηση και εφαρμογή νέων και πρωτοποριακών ιδεών ιδ. στην τέχνη και τη λογοτεχνία, η πρωτοπορία | ομάδα καλλιτεχνών, συγγραφέων κτλ. που επινοεί και εφαρμόζει πρωτοποριακές ιδέες και τεχνικές
αβανγκαρντισμός avant-gardisme πρωτοπορία, τάση, που παρατηρείται σε κινήματα νεολαίας, για αμφισβήτηση της πρωτοπορίας της εργατικής τάξης
αβαντάζ avantage πλεονέκτημα, συμφέρον, όφελος | υπεροχή
αγαθοθυμία bonne humeurη καλή προαίρεση, διάθεση που ωθεί σε αγαθές πράξεις
αγγλέ anglais αγγλικός
αγενεσία agénésie η εκ γενετής έλλειψη οργάνου ή μέλους του σώματος που οφείλεται στην έλλειψη των σχετικών γονιδίων
αγκαζάρω engager εξασφαλίζω, δεσμεύω δίνοντας προκαταβολή ή υπόσχεση, καπαρώνω
αγκαζέengagéδεσμευμένος, πιασμένος | με αλληλοκράτημα από τα μπράτσα
αγκράφα agrafe διακοσμητική καρφίτσα που συνδέει τα άκρα ζώνης, φορέματος κτλ. ή στερεώνει τα μαλλιά, πόρπη
αγνωσιαρχία agnosticisme φιλοσοφική θεωρία, κατά την οποία η αντικειμενική γνώση της αρχής του κόσμου και της ουσίας των όντων είναι αδύνατη
αγνωστικισμόςagnosticisme φιλοσοφική θεωρία, κατά την οποία η αντικειμενική γνώση της αρχής του κόσμου και της ουσίας των όντων είναι αδύνατη
αγραμματισμός agrammatisme μορφή διαταραχής του λόγου κατά την οποία εκδηλώνεται αδυναμία στη συγκρότηση προτάσεων, στον προφορικό και γραπτό λόγο, σύμφωνα με τους συντακτικούς κανόνες
αερόλυμα aérosolλεπτότατα σωματίδια υγρού ή στερεού που είναι διεσπαρμένα μέσα σε αέρα ή αέριο
αερομοντελισμός aéromodelisme τεχνική της κατασκευής και πτήσης ομοιωμάτων πτητικών συσκευών μικρών διαστάσεων
αεροναύτης aéronaute ο αεροπόρος
αεροναυτική aéronautique η επιστήμη της κατασκευής και πτήσης αεροσκαφών
αεροναυτιλία navigation aérienne κλάδος της αεροναυτικής που ασχολείται με τον καθορισμό της πορείας και οδήγησης αεροσκάφους
αεροπλάνο aéroplane συσκευή που μπορεί να ανυψώνεται και να πετά στον αέρα
αερόστατο aérostate πτητική συσκευή ελαφρότερη από τον ατμοσφαιρικό αέρα, που μπορεί να υψώνεται, να μετακινείται και να στέκει μετέωρη
αερόφρενο aérofrein φρένο που λειτουργεί με πεπιεσμένο αέρα
αζούρ ajour είδος διακοσμητικού κεντήματος σε ύφασμα
αηθικισμός immoralisme θεωρία που προτείνει ηθικές αρχές διαφορετικές από τις ισχύουσες (σε αντίθεση προς τον αμοραλισμό που αρνείται την ύπαρξη ηθικών αξιών)
αιθυλένιο éthylene αέριο αναφλέξιμο, συστατικό του οινοπνεύματος και του φωταερίου
αιθύλιο éthyle μονοσθενής οργανική ρίζα
ακαζούacajou ονομασία δέντρων τροπικών περιοχών, των οποίων το ξύλο χρησιμοποιείται για την κατασκευή επίπλων, λεπτουργημάτων κτλ.
ακορντεόν accordéon μουσικό όργανο
ακριλικός acrylique οργανική, ακόρεστη ένωση, υγρό με δριμύτατη οσμή· τα παράγωγά του χρησιμοποιούνται στην κατασκευή οπτικών εξαρτημάτων | συνθετικές, τεχνητές ίνες που κατασκευάζονται με πολυμερισμό του ακριλικού νιτριλίου
ακρομεγαλία acromégalie είδος δυσπλασίας, παραμορφωτική μεγέθυνση των άκρων
ακτιβισμός activisme φιλοσοφική θεωρία που δέχεται ως κριτήριο της αλήθειας την αποτελεσματικότητα της δράσης | πολιτική αντίληψη ή πρακτική που εκφράζεται με εντυπωσιακές ενέργειες
ακτιβιστής/τρια activiste οπαδός του ακτιβισμού
ακτουαλισμός actualisme γεωλογική μέθοδος εργασίας που εξηγεί τα γεωλογικά φαινόμενα του παρελθόντος με τη μελέτη των γεωλογικών φαινομένων του παρόντος | (φιλοσωφία) θεωρία που δέχεται ως βασική ουσία του πνεύματος τη δράση
αλέα allée δεντροστοιχία
αλερετούρ aller retour μετάβαση σε ορισμένο τόπο και επιστροφή
άλκαλι(o) alcali το υδροξείδιο διαφόρων μετάλλων
αλκαλοειδές alcaloide οργανική ένωση που περιέχει άζωτο
αλκοτέστ alcootest δοκιμασία στην οποία υποβάλλονται ορισμένα πρόσωπα ύποπτα για χρήση οινοπνευματωδών
αλμανάκ almanach ημερολόγιο, καλαντάρι
αλπινισμός alpinisme η συστηματική ανάβαση στις Άλπεις ή σε άλλα ψηλά βουνά, ορειβασία
αλπινιστής/τρια alpiniste επιδιδόμενος στον αλπινισμό | ορειβάτης
αλτερνατίβα alternative η εναλλακτική λύση
αλτρουισμός altruisme ανυστερόβουλη φροντίδα για το καλό των άλλων
αμάλγαμα amalgame κράμα υδραργύρου με άλλο μέταλλο | ανακάτωμα ανόμοιων πραγμάτων ή προσώπων
αμίαντο(ς) amiante ορυκτό άκαυστο και άφλεκτο
αμοραλισμός amoralisme φιλοσοφική θεωρία που υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει ενιαία, παγκόσμια αναγνωρισμένη και αναλλοίωτη ηθική, επειδή οι ηθικές αντιλήψεις παραλλάζουν κατά τόπο και χρόνο | ανηθικότητα, έκλυση των ηθών
αμοραλιστής/τρια amoral οπαδός του αμοραλισμού, ο ηθικά ουδέτερος, ο αδιάφορος για τους κανόνες της ηθικής
αμορτισέρ amortisseur αποσβεστήρας των κραδασμών των οχημάτων
αμπαζούρ abat – jour κάλυμμα λάμπας, που συγκεντρώνει το φως προς τα κάτω
αμπαλάζ emballage συσκευασία, περιτύλιγμα
αμπαλάρω emballer συσκευάζω σε δέματα ή κιβώτια
αμπέρ ampere μονάδα μετρήσεως της εντάσεως του ηλεκτρικού ρεύματος
αμπιγιέ habillé ντύσιμο κατάλληλο για επίσημη εμφάνιση
αμπιγιέζ habilleuse η υπάλληλος του θεάτρου επιφορτισμένος να βοηθεί τους ηθοποιούς να ντύνονται για την παράσταση
αμπιγιέρ habilleur ο υπάλληλος του θεάτρου επιφορτισμένος να βοηθεί τους ηθοποιούς να ντύνονται για την παράσταση
αμπούλα ampoule γυάλινο φιαλίδιο με φαρμακευτική ουσία για ενέσεις | φιαλίδιο που περιέχει υγρό
αμπρί abri υπόγειο χαράκωμα για προφύλαξη από τα βλήματα του εχθρού
αμφεταμίνη amphétamine φάρμακο με χαρακτηριστικές διεγερτικές ενέργειες επί του κεντρικού νευρικού συστήματος
ανθρωποπίθηκος anthropopithéque γένος πιθήκων που από τα απολιθώματα παρουσιάζεται ως ενδιάμεση μορφή μεταξύ ανθρώπου και πιθήκου (σε αντίθεση προς τον πιθηκάνθρωπο που τα απολιθώματα οδηγούν σε ανθρωποειδές με εξωτερικά χαρακτηριστικά όμοια προς τους πιθήκους)
ανθρωποποίηση hominisation το σύνολο των φυσικών, φυσιολογικών και ψυχικών εξελικτικών διεργασιών με τις οποίες οι πρόγονοι του ανθρώπου απέκτησαν τα χαρακτηριστικά που διακρίνουν τον άνθρωπο από τα υπόλοιπα πρωτεύοντα
ανιλίνηaniline οργανική ένωση που χρησιμοποιείται για την παρασκευή χρωμάτων, φαρμάκων, εκρηκτικών, πλαστικών και στη βιομηχανία παραγωγής φωτογραφικών και ελαστικών προϊόντων
ανιμιστικός animiste ο σχετικός με τον ανιμισμό
ανοξία anoxie ελάττωση της ποσότητας του οξυγόνου των ιστών, ανεπαρκής τροφοδότηση των ιστών με οξυγόνο
ανσάμπλ ensemble γυναικεία ενδυμασία που αποτελείται από κομμάτια που συνδυάζονται μεταξύ τους | στη ρυθμική γυμναστική, για να δηλώσει τις ασκήσεις που εκτελούνται συγχρόνως από όλες τις αθλήτριες της ομάδας
αντιβιόγραμμα antibiogrammeβιολογική μέθοδος που ανευρίσκει ποια αντιβιοτικά είναι δυνατόν να αναστείλουν την ανάπτυξη συγκεκριμένου μικροβίου
αντιγόνο antigene ουσία που δημιουργεί στον οργανισμό αντισώματα, αντίγονο
αντιήρωας antiheros αυτός που δεν έχει τα χαρακτηριστικά του παραδοσιακού ήρωα
αντικιέρ antiquaire έμπορος παλαιών πολύτιμων αντικειμένων, αρχαιοπώλης
αντιλόπη antilope κερασφόρο θηλαστικό, λυγερόκορμο που ζει σε κοπάδια στην Αφρική
αντώνυμο antonyme λέξη με σημασία αντίθετη προς άλλη | αντίθετο
ανφάν-γκατέ enfant gaté κακομαθημένο παιδί εξαιτίας των υπερβολικών φροντίδων
ανφάς en faceμπροστά από κάποιον, κατά πρόσωπο
αξεσουάρ accesoire βοηθητικό εξαρτήμα
απαρτεμάν appartement το διαμέρισμα
απάχης/ισσα apacheαλήτης των μεγαλοπόλεων, κακοποιό στοιχείο
απεριτίφ apéritifοινοπνευματώδες ποτό που προσφέρεται πριν από το φαγητό ως ορεκτικό
απλίκαapplique φωτιστικό τοίχου
αποτοξίκωση disintoxication θεραπεία αλκοολικού ή τοξικομανούς, η οποία αποσκοπεί στην προοδευτική αποβολή των συνηθειών του της κατάχρησης οινοπνεύματος ή της λήψης ναρκωτικών
αρ νουβό art nouveau όρος που επιβλήθηκε σχεδόν διεθνώς για το καλλιτεχνικό στιλ που αναπτύχθηκε στην Ευρώπη μεταξύ του 1885 και 1914 και διαδόθηκε και στην Αμερική, το οποίο χαρακτηρίζεται από τη χρήση των ελικοειδών γραμμών, των αραβουργημάτων, των φυτικών ή άνθινων στοιχείων και γεν. την υπερβολή στη χρήση διακοσμητικών στοιχείων
αρ ντεκό Art Déco όρος για το διακοσμητικό και καλλιτεχνικό στιλ που διαμορφώθηκε στη δεκαετία 1920-30 και χαρακτηρίζεται από τα έντονα περιγράμματα, ευθύγραμμο και αεροδυναμικό σχήμα, καθώς και από τη χρήση νέων υλικών
αραμπέσκ arabesque θέση ή στάση χορευτή του μπαλέτου κατά την οποία το σώμα στηρίζεται στο ένα πόδι ενώ το άλλο είναι τεντωμένο στον αέρα προς τα πίσω
αραχίδα arachide το μονοετές φυτό που παράγει τα αράπικα φυστίκια
αργκό argot συνθηματική γλώσσα των αλητών, των κακοποιών και γενικά του υποκόσμου | μορφή συνθηματικής γλώσσας που χρησιμοποιεί μια ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή τάξη
αρζαντέ argenté επάργυρος | λέγεται και για θηλαστικά που το γουναρικό τους έχει αργυρό χρώμα
αριβισμός arrivisme η ανήθικη τάση για γρήγορη ανάδειξη με τη χρησιμοποίηση οποιουδήποτε μέσου
αριβίστας/τρια arriviste ο κινούμενος από αριβισμό, που χρησιμοποιεί αθέμιτα μέσα για να αναδειχθεί, αριβιστής
αρκανικός arcane λέξη για να χαρακτηρίσει ενέργεια, διαδικασία κτλ. της οποίας το μυστικό δεν πρέπει να είναι γνωστό παρά μόνο στους μυημένους
αρμ presentez armes χρησιμοποιείται σε στρατιωτικά παραγγέλματα: παρουσιάστε αρμ
αρμονίστας harmoniste μουσικός που παίζει αρμόνιο
αρτεσιανό artesian τεχνητή πηγή νερού που αναβλύζει με σωλήνες από μεγάλο βάθος
ασανσέρ ascenseur κινητός θαλαμίσκος για τη μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων από τον έναν όροφο κτιρίου σε άλλον, ανελκυστήρας
ασετιλίνη acétyl φωτιστικό αέριο, που παράγεται από την ένωση ανθρακασβεστίου και νερού, το ακετιλένιο
ασορτί assorti ομοιόχρωμος (για χρώματα και για στοιχεία της περιβολής ή του διακόσμου)
ασπιρίνη aspirine παυσίπονο και αντιπυρετικό φάρμακο
αστιγματικός astigmate χαρακτηριστικός του αστιγματισμού ή ο κατάλληλος για τον αστιγματισμό
αστιγματισμός astigmatisme ανωμαλία της όρασης κατά την οποία οι ακτίνες που πέφτουν παράλληλα στο μάτι δεν ενώνονται σε μια κοινή εστία και για το λόγο αυτό η όραση είναι ελαττωματική, και τα αντικείμενα φαίνονται επιμήκη ή πολλές φορές πολλαπλά
ατελιέ atelier εργαστήριο ζωγράφου, γλύπτη ή άλλου καλλιτέχνη
ατόλη atoll δακτυλιοειδές κοραλλιογενές νησί στου οποίου το κέντρο έχει σχηματισθεί λιμνοθάλασσα
ατού atout παιγχνιόχαρτο που κερδίζει | πλεονέκτημα, ισχυρό επιχείρημα
ατραξιόν attraction θεαματικό νούμερο σε παράσταση
αυτισμός autisme ψυχική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από περιορισμό του ατόμου στο δικό του κόσμο των ιδεών και από εκούσια διακοπή της επαφής με το περιβάλλον
αυτοπλαστική autoplastie μεταμόσχευση δέρματος από ένα μέρος του σώματος σε άλλο του ίδιου ατόμου
αψέντιabsinthe δυνατό οινοπνευματώδες ποτό αρωματισμένο με απόσταγμα του φυτού αψιθιά
βαγκόν λι wagon-lit βαγόνι τρένου που αποτελείται από μικρά κλειστά διαμερίσματα με κρεβάτια, για να περνούν τη νύχτα οι ταξιδιώτες, κλινάμαξα
βαζελίνη Vaseline λιπαρή και άοσμη ουσία, που εξάγεται από το ακάθαρτο πετρέλαιο και χρησιμοποιείται, στη φαρμακευτική, για την παρασκευή αλοιφών
βαθυσκάφος bathyscaphe υποβρύχιο σκάφος που μπορεί να καταδύεται σε μεγάλα βάθη για την εξερεύνηση των βυθών των ωκεανών
βαθύσφαιρα bathysphere σφαιρική συσκευή από σιδηροελάσματα που ποντίζεται στη θάλασσα, από ειδικό σκάφος, και είναι εφοδιασμένη με ειδικά όργανα για υποβρύχιες παρατηρήσεις
βακελίτης bakélite τεχνητή ρητίνη με την οποία κατασκευάζονται διάφορα αντικείμενα
βακτηριολογίαbactériologie κλάδος της μικροβιολογίας που ασχολείται ειδικά με τα βακτήρια
βακτηριολογικός bactériologique σχετικός με τη βακτηριολογία
βαλές valet υπηρέτης, δούλος | μια από τις φιγούρες της τράπουλας, ο φάντης
βαλκανοποίηση balkanisation πολιτική τεμαχισμού μιας χώρας ή αυτοκρατορίας σε μικρότερα και συνήθως εχθρικά μεταξύ τους κράτη
βαλς valse είδος ευρωπαϊκού χορού, εκτελούμενου κατά ζεύγη
βαλτικός baltique της βαλτικής θάλασσας ή των παρακείμενων χωρών
βαμπιρισμός vampirisme η πίστη στην ύπαρξη και δράση βρικολάκων | σεξουαλική διαστροφή
βάνα vanne διακόπτης που περιστρέφεται γύρω από άξονα και ρυθμίζει τη ροή του νερού
βανδαλισμός vandalisme πράξη βανδάλων, βαρβαρότητα | η καταστροφή έργων τέχνης
βαποριζατέρ vaporisateur μικρός ψεκαστήρας κυρ. για χρήση προϊόντων κομμωτικής και αισθητικής
βαρβιτουρικά barbiturique υπνωτικά και κατευναστικά φάρμακα
βαριετέ variété θέατρο ή θίασος με ποικίλο πρόγραμμα
βαρόμετρο barométre όργανο με το οποίο μετριέται η ατμοσφαιρική πίεση
βαρονέσα baron τίτλος ευγενείας στην Κεντρική και Δυτική Ευρώπη, βαρόνη
βαρονία baronnie το τιμάριο και ο τίτλος του βαρόνου
βαρόνος baron τίτλος ευγενείας στην Κεντρική και Δυτική Ευρώπη
βελουτέ velouté για ύφασμα, χνουδωτό στη μιαν όψη και απαλό στην αφή, σαν βελούδο
βενεδικτίνη bénédictine είδος γαλλικού λικέρ, που παρασκευάζεται από τους Βενεδικτίνους μοναχούς
βενζίνα/η benzine μπενζίνα, καύσιμο μείγμα υδρογονανθράκων, προϊόν του πετρελαίου
βενζόη benjoin βαλσαμική ρητίνη που εκκρίνουν ορισμένα δέντρα της Άπω Ανατολής χρησιμοποιούμενη στην αρωματοποιία και τη φαρμακευτική
βενζόλη benzole εύφλεκτο υγρό αντισηπτικό και δηλητηριώδες που παράγεται κυρίως από την ξηρή απόσταξη λιθανθράκων και ελαίων της πίσσας
βεραμάν vert-amande που έχει το χρώμα του χλωρού αμυγδάλου, φιστικής
βεράντα véranda πλατύ μπαλκόνι στεγασμένο ή όχι, είδος εξώστη
βεριτάμπλ véritable πραγματικός, αληθινός, γνήσιος
βερμούτ vermouth δυνατό οινοπνευματώδες ποτό, αψινθέλαιο
βερσιόν versionκινηματογραφική ταινία που έχει υποστεί τροποποιήσεις | για τραγούδι που έχει κυκλοφορήσει και ηχογραφείται ξανά με τροποποιήσεις
βηρύλλιο béryllium χημικό στοιχείο της κατηγορίας των μετάλλων
βιζαβί vis a visαντίκρυ, απέναντι
βιζόν vison σαρκοφάγο θηλαστικό από το οποίο λαμβάνεται το ομώνυμο πολύτιμο γουναρικό
βιμπραφωνίστας vibraphoniste μουσικός που παίζει βιμπράφωνο
βιμπράφωνο vibraphone βιμπραφόν, κρουστό μουσικό όργανο αποτελούμενο από λεπτά χαλύβδινα ελάσματα που πάλλονται καθώς τα χτυπά ο μουσικός με ειδικές μπακέτες
βινιέταvignette ζωγραφικό ή γραμμικό κόσμημα, που χωρίζει τα κεφάλαια βιβλίου | ζωγραφικό πλαίσιο σελίδας
βιοακουστική bioacoustique κλάδος της βιολογίας που μελετά τους ήχους που παράγουν τα ανώτερα ζώα ως μέσο επικοινωνίας τους
βιογένεση biogenése η από ζωντανά σπέρματα ή γονείς παραγωγή ζωντανών οργανισμών, βιογονία
βιογενετική biogénétique το σύνολο των θεωριών που ασχολούνται με τις πηγές της ζωής και την εξέλιξη των οργανισμών
βιοθεραπεία biothérapie θεραπευτική μέθοδος κατά την οποία χρησιμοποιούνται καλλιεργήματα ζωντανών μικροοργανισμών ή το υλικό στο οποίο αναπτύσσονται οι μικροοργανισμοί αυτοί
βιοκλιματολογία bioclimatologieκλάδος των βιολογικών επιστημών που μελετά την επίδραση των κλιματικών παραγόντων στην ανάπτυξη των ζωντανών οργανισμών και στην κατανομή τους στη γη
βιοκοινωνία biocénose βιοκοινότητα
βιολονίστας violoniste ο βιολιστής
βιονικήbionique η εφαρμογή βιολογικών μεθόδων και αρχών στον σχεδιασμό και την κατασκευή ηλεκτρονικών μηχανών και διατάξεων
βιονομία bionomie κλάδος της βιολογίας, επιστήμη που μελετά τις σχέσεις των ζωντανών οργανισμών μεταξύ τους και με το περιβάλλον τους
βιόσφαιρα biosphére το τμήμα της γήινης σφαίρας, όπου οι φυσικοχημικές συνθήκες επιτρέπουν την ύπαρξη ζωής | το σύνολο των ζωντανών οργανισμών και το περιβάλλον τους
βιότοπος biotope περιοχή ενιαία από άποψη περιβαλλοντικών συνθηκών, στην οποία ζουν ένα ή πολλά είδη φυτικών ή ζωικών οργανισμών
βισκόζ viscoseκυτταρίνη σε κολλώδη κατάσταση που χρησιμοποιείται για τη βιομηχανική παραγωγή τεχνητής μέταξας κτλ. | ύφασμα από το υλικό αυτό
βισμούθιο bismuth μέταλλο που χρησιμοποιείται για τη σύνθεση ενώσεων ποικίλης χρήσεως (στην υαλουργία, τη φαρμακευτική κ.ά.)
βιταλισμός vitalisme φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία τα βιολογικά φαινόμενα οφείλονται σε ζωτική δύναμη (vis vitalis) με προκαθορισμένη σκοπιμότητα που ξεφεύγει από την επιστημονική ανάλυση και την εργαστηριακή έρευνα
βιταμίνη vitamines ουσίες (ζωικές ή φυτικές) απαραίτητες για την ανάπτυξη του οργανισμού
βιτρίναvitrine υαλόφρακτη προθήκη καταστήματος | είδος επίπλου που κλείνει με γυάλινα φύλλα
βιτριόλι vitriol το θειικό οξύ (ισχυρό διαβρωτικό)
βιτρό vitraux υαλογράφημα
βολάν volant τιμόνι αυτοκινήτου | φραμπαλάς στα φορέματα
βολοβάν vol-au-vent είδος φαγητού από ζύμη σφολιάτας με την οποία σχηματίζεται ένα κοίλο μικρό περίβλημα που ψήνεται στο φούρνο και γεμίζεται με κρέας, λαχανικά, ψάρι, σάλτσα κτλ
βολονταρισμός volontarisme θεωρία που εξαίρει το ρόλο της επιλογής, της επιδίωξης στην κοινωνική δράση
βολταϊκός voltaϊque αυτός που αναφέρεται ή παράγει ηλεκτρικό ρεύμα από χημική δράση
βολτάμετρο voltametre όργανο το οποίο, από τη μέτρηση της μάζας υλικού που ελευθερώνεται κατά την ηλεκτρόλυση, επιτρέπει τη μέτρηση της ποσότητας ηλεκτρισμού που διέρχεται από αγωγό
βοναπαρτισμός bonapartisme το σύστημα διακυβερνήσεως της δυναστείας Βοναπάρτη | (σε πολίτευμα κοινοβουλευτικό) η τάση για συγκέντρωση όλων των εξουσιών σε ένα πρόσωπο
βόρακας borax κρυσταλλικό στερεό, ευδιάλυτο στο ζεστό νερό, ένυδρο άλας του βορίου με νάτριο, που χρησιμοποιείται ως συντηρητικό, μέσο λεύκανσης και καθαρισμού κτλ
βορικό borique ένωση βορίου που χρησιμοποιείται ως αντισηπτικό
βόριο bore αμέταλλο χημικό στοιχείο
βουάλ voile λέξη για λεπτό, ημιδιαφανές ύφασμα από βαμβάκι, μαλλί ή μετάξι
βουαλάζ voilage κουρτίνα από λεπτό, ημιδιαφανές ύφασμα
βουδισμός bouddhisme η θρησκευτική και φιλοσοφική διδασκαλία του Βούδα | η λατρεία του Βούδα
βουδιστής/τρια bouddhiste οπαδός του βουδισμού
βουλεβάρτο boulevard πλατιά, δενδροφυτευμένη λεωφόρος, κατάλληλη για περιπάτους | (θεατρ.) ελαφρά κωμωδία με έξυπνο διάλογο και χαρακτήρες, κυρίως, από τον κόσμο της αστικής τάξης
βουλκανιζατέρvulcanisateur συσκευή για τη θείωση του ελαστικού
βουλκανισμός vulcanisation ειδική επεξεργασία του καουτσούκ για να αποκτήσει ελαστικότητα
βραχμανισμός brahmanisme ινδική θρησκεία που διαδέχθηκε τον βεδισμό
βρογχεκτασία bronchectasie παθολογική διεύρυνση, διάταση των βρόγχων
βρογχοσκόπιο bronchoscope όργανο για εξέταση του εσωτερικού της τραχείας και των βρόγχων
βρογχοτομία bronchotomie η χειρουργική διάνοιξη των βρόγχων
βρόμιοbrome αμέταλλο χημικό στοιχείο της ομάδας των αλογόνων, με χαρακτηριστική δυσοσμία
βροντόσαυροςbrontosaure γένος γιγαντιαίων ερπετών που έζησαν πριν από εκατομμύρια χρόνια
βρυόφυτα bryophytes συνομοταξία κρυπτόγαμων φυτών που περιλαμβάνει τα βρύα και τα ηπατικά
βωξίτης bauxiteιζηματογενές πέτρωμα χρήσιμο στην παραγωγή αργιλίου
γαβριάς Gavroche έξυπνο και εύθυμο αλητάκι
γαζέλαgazelle είδος αντιλόπης
γαζί gaze λεπτότατη, πυκνή ραφή, που γίνεται συνήθως με μηχανή
γαλβανίζω galvaniser ηλεκτρίζω με τη γαλβανική στήλη | χρησιμοποιώντας ηλεκτρική επίδραση επενδύω μεταλλικό αντικείμενο με λεπτότατο στρώμα άλλου μετάλλου
γαλβανικός galvanique σχετικός με το γαλβανισμό
γαλβανόμετροgalvanometre όργανο υψηλής ευαισθησίας για την ανίχνευση και μέτρηση ηλεκτρικών ρευμάτων ασθενούς εντάσεως
γαλβανοπλαστική galvanoplastie ηλεκτρολυτική μέθοδος επιμετάλλωσης
γαλβανοσκόπιο galvanoscope όργανο με το οποίο εξακριβώνεται η παρουσία ή διέλευση ηλεκτρικού ρεύματος
γαλβανοτυπία galvanotypie μέθοδος γαλβανοπλαστικής που χρησιμοποιείται στην τυπογραφία για την παραγωγή πλακών (κλισέ) στις οποίες χαράσσονται τα γράμματα, σχήματα κτλ., που πρόκειται να εκτυπωθούν
γαλλισμός gallicisme μίμηση των γαλλικών τρόπων | ιδιωτισμός της γαλλικής γλώσσας
γάντι gant δερμάτινο ή μάλλινο κάλυμμα των άκρων των χεριών, χειρόκτιο
γαργαντούας gargantua μεγάλος φαγάς
γαρδένια gardénia είδος καλλωπιστικού φυτού, με λευκά, εξαιρετικά εύοσμα άνθη
γαρνίρω garnir διακοσμώ, στολίζω | (για φαγητά) ποικίλλω με κάτι πρόσθετο
γαρνιτούρα garniture ό,τι προστίθεται για διακόσμηση της φορεσιάς ή ως ποίκιλμα φαγητού
γασμούλος gas + mulus ο γεννημένος από Φράγκο πατέρα και Ελληνίδα μητέρα
γεβεντίζω gibet προκαλώ τη διαπόμπευση κάποιου, ρεζιλεύω κάποιον
γεβεντίζω gibet προκαλώ τη διαπόμπευση κάποιου, ρεζιλεύω κάποιον
γεωδυναμικός géodynamique ο αναφερόμενος στις δυνάμεις που διαμόρφωσαν τη γη
γίγα gigue παραδοσιακός αγγλικός ή ιρλανδέζικος χορός με γρήγορες κινήσεις και πηδήματα, που χορεύεται από ένα μόνο χορευτή
γιούπι youpi επιφώνημα ενθουσιασμού που συνοδεύεται, συν., με τις ανάλογες χειρονομίες
γκάζι gaz το φωταέριο | το πετρέλαιο
γκαζιέρα gazi θερμαντική ή μαγειρική συσκευή που λειτουργεί με φωταέριο ή πετρέλαιο
γκαζοζέν gazogéne συσκευή παραγωγής καυσίμων αερίων | μικρά αυτοκίνητα που κινούνταν, στην κατοχή, με τέτοιες συσκευές αντί για βενζίνη ή πετρέλαιο
γκαζόν gazon χλόη για διακόσμηση κήπου | χλοοτάπητας γηπέδου αθλοπαιδιών
γκαλά gala εορταστική εκδήλωση, συν. με χαρακτήρα επίσημο
γκαλερί galerie αίθουσα όπου εκτίθενται έργα τέχνης | συλλογή έργων τέχνης ενός μουσείου
γκαλόπgalop ο καλπασμός
γκάμα gammeμουσική κλίμακα | η χρωματική κλίμακα | (μτφ. για καλλιτέχνες) η ικανότητα αποδόσεως πλήθους συναισθηματικών αποχρώσεων | ευρύ φάσμα
γκανιάν gagnant ο κερδισμένος
γκανιότα γκανιότα το ποσοστό που καταβάλλεται υπέρ του χαρτοπαικτικού κέντρου, από το κερδισμένο ποσό
γκαράζgarage στεγασμένος χώρος για τη στάθμευση αυτοκινήτων | εργαστήριο για την επισκευή και συντήρηση αυτοκινήτων, συνεργείο
γκαραντί garanti εγγύηση | εγγυημένος
γκαρσόν(ι) garcon σερβιτόρος
γκαρσονιέρα garconniere κατοικία εργένη, ιδ. ως τόπος συναντήσεώς του με γυναίκες | διαμέρισμα ενός δωματίου
γκάφα gaffe απερίσκεπτη και επιζήμια ενέργεια
γκι gui παρασιτικό φυτό, αειθαλές· φύεται στο έλατο, τις μηλιές, λεύκες, ιτιές κτλ. Χρησιμοποιείται για τη διακόσμηση των σπιτιών κατά τις γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς
γκιλοτίνα guillotine η λαιμητόμος
γκίνια guigne κακοτυχία στο παιχνίδι | αναποδιά
γκιπούρ guipure είδος δαντέλας χωρίς φόντο της οποίας τα κομμάτια χωρίζονται μεταξύ τους με μεγάλα κενά | οτιδήποτε (σχέδιο, ύφασμα κτλ.) θυμίζει τη δαντέλα αυτή
γκισέ guichetθυρίδα απ’ όπου γίνονται οι συναλλαγές σε διάφορα γραφεία, πωλήσεις εισιτηρίων κτλ
γκομπλέν Gobelin είδος κεντήματος που χρησιμοποιείται για διακοσμητική επένδυση τοίχων ή επίπλων
γκουάςgouache παρασκεύασμα από χρωστικές ουσίες που είναι διαλυμένες σε κόλλα και μέλι
γκουβερνάντα gouvernante νηπιαγωγός ιδιωτική
γκουλάγκ goulag στρατόπεδο εργασίας στην πρώην Ε.Σ.Σ.Δ. όπου εξορίζονταν οι πολιτικοί κρατούμενοι
γκοφρέ gaufre ανάγλυφος
γκοφρέτα gaufrette είδος γλυκίσματος
γκραβούρα gravure χαρακτική σε σκληρή ύλη (μέταλλο, ξύλο, πέτρα) για παραγωγή αντιτύπων | αντίτυπο χαρακτικού έργου
γκραν πάπας grand+πάπας (ειρωνικά) αυτός που λόγω της κοινωνικής του θέσης ή του αξιώματός του έχει μεγάλη εξουσία
γκραν πρι grand prix μέγα βραβείο
γκρανγκινιόλ grand-guignol είδος θεατρικών ή κινηματογραφικών έργων φρίκης και τρόμου, είτε στη θεματογραφία (Δράκουλας, ιστορίες με φαντάσματα κτλ.), είτε στην παρουσίαση (νεκροταφεία, στοιχειωμένοι πύργοι κτλ.) | μακάβριος, φρικιαστικός
γκρενάgrenat το χρώμα του ροδιού
γκρι gris το σταχτί χρώμα
γκρο πλαν gros plan κινηματογραφικός όρος με τον οποίο δηλώνεται η λήψη με το φακό και παρουσίαση σ’ ολόκληρη την οθόνη μιας λεπτομέρειας αντικειμένου ή μόνου του προσώπου ή και λεπτομέρειας του προσώπου
γκρουπgroupeμικρή ομάδα ανθρώπων
γκρουπούσκουλο groupuscule μικρή ομάδα
γλασάρω glacer επαλείφω γλύκισμα με παχύρρευστο διάλυμα ποτού σοκολάτας, κρέμας κτλ., αρωματισμένο, που, όταν κρυώσει, στερεοποιείται
γλυ(τ)σίνα glycine κοινή ονομασία του γένους βιστερία· πρόκειται για γένος δικότυλων, αγγειόσπερμων φυτών
γλυκερίνη glycérine τρισθενής αλκοόλη σε στερεή ή υγρή μορφή που χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη στην παραγωγή καλλυντικών, βερνικιών, φαρμάκων, εκρηκτικών υλών κτλ
γλυκίδιο glycide υδατάνθρακας (ο όρος στη γαλλ. βιβλιογραφία και, περιορισμένα, στην ελλην.)
γλυκογόνο glycogéne υδρογονάνθρακας που αποταμιεύεται στους ζωικούς οργανισμούς | (βιοχημ.) πολυσακχαρίτης που, με υδρόλυση, δίνει γλυκόζη και περιέχεται στους ζωικούς ιστούς και ιδ. στο συκώτι
γλυκόζη glucoseουσία που περιέχεται στο χυμό των ώριμων καρπών και ιδίως των σταφυλιών, σταφυλοσάκχαρο
γραβιέρα gruyere είδος τυριού
γραμμόφωνο grammophone συσκευή αναπαραγωγής ήχων
γρανάζι engrenage οδοντωτός τροχός και ιδίως οι προεξοχές και οι εγκοπές του
γραφειοκρατία bureaucratie η διεκπεραίωση διοικητικής υπηρεσίας με υπερβολική προσήλωση στους τύπους και με αδιαφορία για την ουσία
γραφίτης graphite φυσικός ή τεχνητός κρυσταλλοποιημένος άνθρακας, σχεδόν καθαρός και εύθρυπτος
γραφομηχανή machine a écrire συσκευή με πλήκτρα συνδεδεμένα με τύπους γραμμάτων, τόνων κτλ. που αποτυπώνονται στο χαρτί, με την πίεση την πλήκτρων
γρεναδιέρος grenadier στρατιώτης ειδικός στη ρίψη χειροβομβίδων
γρίλια grille μικρό κιγκλίδωμα | στα γαλλικά παράθυρα, τα επικλινή σανιδάκια που αποτελούν το περιβαλλόμενο από την κορνίζα μέρος του παραθυρόφυλλου
γρίπη grippe λοιμώδης ασθένεια του αναπνευστικού συστήματος
γρόσα grosse ποσότητα δώδεκα δωδεκάδων εμπορεύματος
γυρόμετρο gyrometre συσκευή που δείχνει τις αλλαγές διευθύνσεως ενός αεροσκάφους
δακτυλογράφος dactylographe αυτός που γράφει στη γραφομηχανή
δαντέλα dentelle διάφανο πλέγμα από λεπτές κλωστές, χρησιμοποιούμενο για τη διακόσμηση υφασμάτων, νταντέλα
δεγράςdégras είδος λιπαντικού που χρησιμοποιείται για να εμποδίζει την ξήρανση των δερμάτων
δελφίνος dauphin ο διάδοχος του γαλλικού θρόνου (κατά την εποχή της βασιλείας) | (γεν.) κάθε επίδοξος διάδοχος
διακειμενικότητα intertextualité αντίληψη της σύγχρονης κριτικής της λογοτεχνίας κατά την οποία ορίζονται οι σχέσεις που υφίστανται ανάμεσα στα κείμενα, η ανάλυση και προσέγγιση ενός λογοτεχνικού κειμένου ως ανακατανομή συστατικών από προγενέστερα κείμενα
διασκόπιο diascope όργανο για την προβολή διαφανειών (σλάιντς)
διαχρονία diachronie η εξέλιξη των γλωσσών μέσα στο χρόνο
διεθνής international που ανήκει ή αναφέρεται σε όλα τα έθνη, παγκόσμιος
διευθυντήριο directoire γραφείο διευθύνσεως μιας υπηρεσίας | (ειδ.) εξουσία από λίγα πρόσωπα
διοξείδιο bioxyde ένωση στοιχείου με δύο άτομα οξυγόνου
διφθερίτιδα diphtérite παιδική λοιμώδης αρρώστια
δοκιμαστής dégustateur υτός που δοκιμάζει από φαγητό ή ποτό για να ελέγξει την ποιότητά του
δολομίτης dolomite είδος πετρώματος
δρόγη drogueουσία φυσική, χημική ή ορυκτή χρησιμοποιούμενη για την παρασκευή φαρμάκων
δυναμό dynamo μηχανή παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος, ηλεκτρογεννήτρια
δυναμοηλεκτρικός dynamo-électrique του δυναμικού ηλεκτρισμού
δυναμοκρατία dynamisme θεωρία κατά την οποία σ’ όλα τα φαινόμενα (ύλη, κίνηση κτλ.) ενυπάρχουν και ενεργούν δυνάμεις
δυναμόμετρο dynamométre όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση της εντάσεως μιας δυνάμεως
εβαζέ évasé για γυναικείο ένδυμα, για στενή φούστα που από τη μέση και κάτω προοδευτικά φαρδαίνει
εβαπορέ évaporé λέξη προσδιορίζει το γάλα που, με αφαίρεση του νερού που περιέχει, συμπυκνώνεται υπό συνθήκες υψηλής πιέσεως και θερμοκρασίας
εβονίτης ébonite πλαστική ύλη που παρασκευάζεται με κατεργασία του καουτσούκ με θείο και χρησιμοποιείται στην κατασκευή μονωτικών υλικών για ηλεκτρικές συσκευές
εγκρέτα aigrette λοφίο από φτερά ερωδιού | διάδημα με πολύτιμους λίθους
εγκυκλοπαίδεια encyclopédie έργο που περιέχει (ιδ. σε αλφαβητική σειρά) συνοπτική έκθεση του συνόλου των ανθρώπινων γνώσεων (ή και των γνώσεων που ανάγονται σε ορισμένη επιστήμη)
εγκυκλοπαιδιστές encyclopédisteοι συντάκτες της Μεγάλης Γαλλικής Εγκυκλοπαίδειας | οι φιλόσοφοι και λόγιοι που ασπάσθηκαν το επαναστατικό πνεύμα του ιη΄ αιώνα, ιδ. στη Γαλλία
εγωισμός égoisme η υπέρμετρη αγάπη για τον εαυτό μας που συνεπάγεται αδιαφορία για τους άλλους | αξιοπρέπεια, φιλοτιμία, περηφάνια
εγωιστής/τρα égoisteο χαρακτηριζόμενος από εγωισμό, ο αδιάφορος για τους άλλους και ενδιαφερόμενος μόνο για τον εαυτό του
εγωτισμός égotisme η τάση κάποιου να μιλά ή να γράφει για τον εαυτό του
εγωτιστής égotiste συγγραφέας που στα έργα του ασχολείται με την περιγραφή και ανάλυση της δικής του προσωπικότητας
εισοδισμός entrisme τακτική που συνίσταται στην εισχώρηση προπαγανδιστών σε ιδεολογικά συγγενείς προς αυτούς χώρους (συνδικάτα, πολιτικά κόμματα, πολιτικές οργανώσεις κτλ.)
εκάι écaille χρώμα που προκύπτει από την ανάμιξη του μαύρου και κόκκινου χρώματος
εκατόγραμμο hectogramme μονάδα βάρους ίση με εκατό γραμμάρια
εκλέρ éclair είδος γλυκίσματος από ζύμη γεμιστή με κρέμα ή σοκολάτα
εκράν écran η οθόνη
εκρού écru το χρώμα του ακατέργαστου μεταξιού, που δεν έχει λευκανθεί
εκτάριο hectare μονάδα επιφανείας ίση με 10 στρέμματα
ελίτ élite καθετί το εκλεκτό | ομάδα προσώπων που κρατούν, σε οποιαδήποτε κοινωνία, εξέχουσες θέσεις, οι εκλεκτοί μιας ομάδας ή κοινωνίας
ελιτισμός élitisme σύστημα που ευνοεί την ελίτ ομάδας ή κοινωνίας εις βάρος των άλλων μελών | κοινωνική συμπεριφορά της ελίτ
εμαγιέ émailléεφυαλωμένος, σμαλτωμένος (για σκεύη)
εμιγκρέ émigré λέξη για τους Γάλλους που έφυγαν από τη Γαλλία κατά την επανάσταση | αυτός που εκπατρίζεται για πολιτικούς λόγους
εμουλσιόν émulsion φωτοευαίσθητη επιφάνεια των φωτογραφικών ή φωτοτεχνικών επιφανειών
εμπειρισμός empirisme εμπειρική ενέργεια, χωρίς επιστημονική γνώση | (φιλοσοφ.) θεωρία που δέχεται ως πηγή της γνώσης και κριτήριο της αλήθειας, την εμπειρία
εμποροκρατία mercantilisme οικονομική θεωρία κατά την οποία ο πλούτος μιας χώρας διατηρείται με την κατοχή πολύτιμων μετάλλων (χρυσού, αργύρου) και η οικονομική ισχύς της αυξάνεται με την προώθηση του εξωτερικού εμπορίου, μερκαντιλισμός
εμπρεσιονισμός impressionnisme αισθητική τάση, ιδ. στη ζωγραφική, που επιδιώκει την άμεση έκφραση των ψυχικών εντυπώσεων όπως υποβάλλονται από τις επιδράσεις του φωτός και του χρώματος, ιμπρεσιονισμός
εμπρεσιονιστής impressionniste ο οπαδός του εμπρεσιονισμού, ιμπρεσιονιστής
εμπριμέ imprimé ύφασμα με αποτυπωμένα σχέδια, σταμπάτο
ενδόροια endoréisme φαινόμενο κατά το οποίο τα ρέοντα νερά μιας περιοχής δεν φτάνουν στη θάλασσα, ενδοροϊσμός
ενδοροϊκός endoréique περιοχή της οποίας τα ρέοντα ύδατα δεν φτάνουν στη θάλασσα αλλά χάνονται στο εσωτερικό της γης
ενδοροϊσμός endoréisme φαινόμενο κατά το οποίο τα ρέοντα νερά μιας περιοχής δεν φτάνουν στη θάλασσα
ενδοφασία endophasie ο ενδιάθετος λόγος
ενζενί ingénue ρόλος απλοϊκής και αφελούς κόρης και η ηθοποιός που τον υποδύεται
ενσταντανέ instantané στιγμιαία φωτογράφηση, στιγμιότυπο
εντεροκινάση entérokinase ένζυμο που περιέχεται στο υγρό του δωδεκαδακτύλου, και ασκεί σημαντική επίδραση στην πέψη των πρωτεϊνών
εξαντρίκ excentrique εκκεντρικός
εξιτάρω exciter εξάπτω, διεγείρω, ερεθίζω
εξπέρ expert έμπειρος, επιδέξιος | ειδικός, γνώστης
εξπρεσιονισμός expressionnisme τεχνοτροπία, που αποκρούοντας τη ρεαλιστική, αντικειμενική εικόνα, αποβλέπει στην έκφραση του καθαρά υποκειμενικού, στην προβολή έντονων συγκινησιακών καταστάσεων
εξπρεσιονιστής/τρια expressionniste καλλιτέχνης οπαδός του εξπρεσιονισμού
εξτραφόρ extrafort ειδική, ανθεκτική κορδέλα που χρησιμοποιείται στη ραπτική για να ενισχύει εσωτερικά τα στριφώματα
εξτρεμισμός extrémisme πολιτικό δόγμα που υιοθετεί ιδέες των άκρων, που ευνοεί ακραίες λύσεις
εξτρεμιστής/τρια extrémiste οπαδός των ακραίων τάσεων
επιτονισμός intonation ο τρόπος με τον οποίο τονίζει κάποιος ή προφέρει τις λέξεις κατά την ομιλία, οι διακυμάνσεις του ύψους της φωνής κατά την ομιλία
εραλδικός héraldique αναφερόμενος στα οικόσημα| η συστηματική μελέτη των οικοσήμων και εμβλημάτων | η διερεύνηση της γενεαλογίας ιστορικών οίκων
εργοθεραπεία ergothérapie μέθοδος θεραπείας ορισμένων ψυχικών ή μυοκινητικών παθήσεων που συνίσταται στην εργασιακή απασχόληση των πασχόντων
ερμίνα hermine γένος μικρών σαρκοφάγων θηλαστικών | πολύτιμη γούνα από το δέρμα των ζώων αυτών, που εκτιμάται για τη λεπτότητα του τριχώματος και το καθαρό χρώμα
εσάνς essence αιθέριο έλαιο που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία και ζαχαροπλαστική
εσάρπα écharpe σάρπα, σάλι, γυναικείο πλεχτό για τους ώμους
εστέρες ester χημικές ενώσεις που σχηματίζονται με επίδραση οξέος σε αλκοόλη
εστέτ esthéte πρόσωπο που αγαπά και υπηρετεί το ωραίο ως θεμελιώδη αξία | ο προσποιούμενος τους τρόπους και το ύφος καλλιτέχνη
εστραγκόν estragon είδος φυτού του γένους αρτεμισία, του οποίου τα φύλλα χρησιμοποιούνται ως καρύκευμα σε διάφορα φαγητά, σαλάτες και για τον αρωματισμό του ξιδιού και της μουστάρδας
εσωτερισμός εσωτερισμός διδασκαλία γνώσεων που δεν μπορούν ή δεν πρέπει να είναι διαδεδομένες αλλά κοινοποιημένες μόνο σ’ ένα μικρό αριθμό οπαδών | ο αινιγματικός χαρακτήρας έργου
εταζέρα étag έπιπλο με ράφια, για την τοποθέτηση διαφόρων αντικειμένων
εταμίνα étamine λεπτό, αραιό ύφασμα για κεντήματα
ετατισμός étatisme κρατισμός, πολιτική θεωρία που πρεσβεύει την επέκταση του ρόλου και των αρμοδιοτήτων του κράτους στην οικονομική και κοινωνική ζωή
ετικέταétiquette μικρή επιγραφή πάνω σε φιάλες, σάκους, κουτιά κτλ., που δηλώνει το περιεχόμενο και την τιμή τους | εθιμοτυπία
ευγονική eugénisme προσπάθεια της επιστήμης να επιτύχει τον εξευγενισμό του ανθρώπινου γένους με βάση τους νόμους της βιολογίας και της κληρονομικότητας, ευγονισμός
ευρώπιο europium χημικό στοιχείο που ανήκει στην ομάδα των σπανίων γαιών
ευστατισμός eustatisme η μεταβολή της γενικής στάθμης των ωκεανών, που οφείλεται, κυρίως, σε κλιματικούς παράγοντες
εφέ effet εντύπωση, απήχηση | αισθητική εντύπωση που επιτυγχάνεται με διάφορα τεχνικά μέσα
εχινόκοκκος échinocoque ζωικό παράσιτο που ζει στα έντερα του σκύλου, και μπορεί να μεταδοθεί στον άνθρωπο
Γαλλικές Λέξεις στην Ελληνική Γλώσσα