Ιταλικές Λέξεις στο Ελληνικό Λεξιλόγιο
| |Ιταλικές Λέξεις στο Ελληνικό Λεξιλόγιο
Μέρος Ι Μέρος ΙΙ Μέρος ΙΙΙ Μέρος ΙV Μέρος V Μέρος VI
νάβα: nave, τρίστηλο ιστιοφόρο εμπορικό πλοίο
ναβέτα: navette, μικρό εμπορικό πλοίο
νεποτισμός: nepotismo, η εύνοια δημόσιων λειτουργών προς συγγενείς και φίλους που εκδηλώνεται με παραχωρήσεις θέσεων και αξιωμάτων
νεράντζι: naranza, ο καρπός της νεραντζιάς
νετάρω: nettare, τελειώνω κάτι
νέτος: netto, καθαρός, σκέτος
νιτερέσο: interesso, το συμφέρον
νιτσεράδα: incerata, πανωφόρι ή οποιοδήποτε επικάλυμμα από μουσαμά
νόμπιλος: nobile, αριστοκράτης, ευγενής
νουβέλα: novella (=νέα), λογοτεχνικό είδος ενδιάμεσο ως προς την έκταση και την πλοκή, μεταξύ διηγήματος και μυθιστορήματος
νούλα: nulla, μηδενικό, χωρίς καμιά αξία
νούμερο: numero, αριθμός
νούντσιος: nunzio, διπλωματικός αντιπρόσωπος του Πάπα
ντα κάπο: da capo, όρος που δηλώνει την επανάληψη της εκτέλεσης μουσικού κομματιού
ντάμα: dama, γυναίκα άγαμη ή έγγαμη που συνοδεύεται από άνδρα σε χορό ή σε περίπατο, υναικεία φιγούρα σε χαρτί της τράπουλας
ντάνα: tana, στήλη εμπορευμάτων τοποθετημένων ομοιόμορφα
νταραβέρι: dare-avere (=δούναι – λαβείν), εμπορική δοσοληψία, συναλλαγή, σχέση οικειότητας, κίνηση, φασαρία
νταρντάνα: tartana (=μεγάλο, βαρύ πλοίο), μεγαλόσωμη γυναίκα
ντεκρεσέντο: decrescendo, προοδευτική μείωση της έντασης του ήχου σε μουσική σύνθεση
ντελίριο: delirio, παραλήρημα
ντεμπουτάρω: debuttare, κάνω την αρχή, τα πρώτα βήματα στη σταδιοδρομία μου
ντεπόζιτο: deposito, δοχείο για εναποθήκευση νερού ή άλλου υγρού, χρηματικό ποσό σε χέρια τρίτου για φύλαξη
ντίβα: diva (=θεά), διάσημη τραγουδίστρια ή ηθοποιός
ντιβιζιονισμός: divisionismo, τεχνική των εμπρεσιονιστών εκείνων ζωγράφων που παρέθεταν απλώς τα χρώματα, χωρίς να τα αναμιγνύουν, για να επιτύχουν τους διάφορους χρωματικούς τόνους
ντιλετάντης: dilettante, ο ασχολούμενος με κάτι ερασιτεχνικά, για προσωπική του και μόνο ικανοποίηση
ντιμινουέντο: diminuendo, η βαθμιαία ελάττωση της εντάσεως του ήχου
ντοκουμεντάρω: documentare, βασίζω σε τεκμήρια, σε ντοκουμέντα
ντοκουμέντο: documento, καθετί που χρησιμεύει ως απόδειξη, τεκμήριο
ντόλτσα: dolzo, πορτοκάλια γλυκά
ντόλτσε βίτα: dolce vita (= γλυκιά ζωή), ο ευχάριστος βίος, η καλοπέραση
ντομάτα: tomata, το φυτό ντοματιά και ο εδώδιμος καρπός του
ντόμινο: domino, είδος επιτραπέζιου παιχνιδιού
ντοτόρος: dottore, γιατρός
ντουέτο: duetto, τραγούδι για δύο φωνές, διωδία
ντούρος: duro, σκληρός, άκαμπτος, γερός, ίσιος, ευθυτενής
ντους: doccia, μπάνιο, πλύσιμο του σώματος με εξακόντιση νερού, ειδική υδραυλική εγκατάσταση στο χώρο του μπάνιου που εξακοντίζει νερό
ντούτσε: duce, αρχηγός για το Μουσολίνι
ντρόγκα: droga, ναρκωτική ουσία, το ναρκωτικό
ξαμολώ: (am)mollare, απολύω, αποδεσμεύω, αφήνω ελεύθερο
οκαρίνα: ocarina, μικρό πνευστό μουσικό όργανο
όκιο: occhio (=μάτι), τα όκια, ανοίγματα κυκλικά στην πλευρά πλοίου στην περιοχή της πλώρης, από τα οποία περνά η αλυσίδα της άγκυρας
οκτέτο: ottetto, μουσική σύνθεση για οχτώ όργανα ή φωνές
ομπλιγκάτο: obbligato (= υποχρεωτικό), ένδειξη που καθιστά υποχρεωτική την εκτέλεση συνοδευτικών μερών μιας σύνθεσης στην μουσική
όμποε: oboe, είδος πνευστού μουσικού οργάνου, ο οξύαυλος
ομπρέλα: ombrella, ελαφρό φορητό κατασκεύασμα για ατομική προφύλαξη από τη βροχή ή από τον ήλιο
όπερα μπούφα: opera buffa (= κωμική όπερα), είδος κωμικής όπερας
όπερα σέρια: opera seria (= σοβαρή όπερα), είδος ιταλικής όπερας που κυριάρχησε στην Ευρώπη τον 18ο αιώνα
όπερα: opera, σκηνικό έργο που βασίζεται σε κείμενο εξ ολοκλήρου μελοποιημένο
οπερέτα: operetta, ελαφρό θεατρικό είδος με μουσικά μέρη και διαλόγους σε πεζό
οργανέτο: organetto, μικρό μουσικό όργανο, η λατέρνα
ορντινάντσα: ordinanza, στρατιώτης αποσπασμένος στην προσωπική υπηρεσία αξιωματικού
ορτανσία: ortensia, είδος καλλωπιστικού φυτού
όρτσα: orza, αντίθετα προς τη διεύθυνση του ανέμου
ορτσάρω: orzare, οδηγώ ιστιοφόρο αντίθετα προς τη φορά του ανέμου
όστρια: ostro, ο νότιος άνεμος
ούζο: uso, αλκοολούχο ποτό που παρασκευάζεται από την απόσταξη τσίπουρων
ουνία: unia, όρος για να δηλώσει τους Ορθόδοξους Χριστιανούς που αναγνώρισαν το πρωτείο του Πάπα στην Εκκλησία
ουρλιάζω: urlare, βγάζω άγρια φωνή, ωρύομαι, σκούζω
πάγκα: banca, μπάγκα
πάγκος: banco, μακρύ κάθισμα, χωρίς ράχη, στο οποίο μπορούν να καθίσουν πολλά άτομα μαζί
πακέτο: pacchetto, δέμα από κάθε είδους πράγματα περιτυλιγμένα με χαρτί
πάκο: pacco, δέμα, πακέτο
πάλα: pala (= φτυάρι), το πλατύ τμήμα του κουπιού
παλάγκο: palanco, σύστημα τροχαλιών για το φόρτωμα και το ξεφόρτωμα πλοίου, σύσπαστον
παλαμάρι: palamaro, χοντρό σκοινί της πρύμνης για δέσιμο του πλοίου στη στεριά, κάλως
παλαμίζω: spalmare (= πισσώνω, καλαφατίζω), επαλείφω πλοίο με μείγμα από πίσσα, λίπος και θειάφι
παλέτα: paletta, πινακίδα όπου ο ζωγράφος ανακατεύει τα χρώματα, η χρωματική κλίμακα που χρησιμοποιεί καλλιτέχνης
παλιάτσος: pagliaccio, μίμος πανηγυριών ή τσίρκων, γελωτοποιός
παλκοσένικο: palcoscenico (= η σκηνή θεάτρου), το σανίδωμα της σκηνής του θεάτρου, η σκηνή του θεάτρου, η θεατρική τέχνη
παλτό: palto, πανωφόρι
παντεσπάνι: pan di Spagna (=ψωμί της Ισπανίας), είδος γλυκίσματος από αλεύρι, αβγά και ζάχαρη
παντιέρα: bandiera, σημαία
παντο(ύ)φλα: pantofola, αναπαυτικό υπόδημα που φοριέται στο σπίτι
παπαγάλος: pappagallo, πουλί των θερμών χωρών με πολύχρωμο φτέρωμα, που μπορεί να επαναλαμβάνει έναρθρους ήχους, ψιττακός
παπαράτσι: paparazzo, φωτορεπόρτερ, για γεγονότα πολιτικά, κοσμικά κτλ.
παπαρούνα: papaverone, το φυτό μήκων η ροιάς, αγριολούλουδο με κατακόκκινα πέταλα
παράγκα: baracca, ξύλινο παράπηγμα
παραμάνα: paramano, είδος καρφίτσας ασφαλείας
παρασόλι: parasole, ομπρέλα για προφύλαξη από τον ήλιο
παράτα: parata, παρέλαση
παραφερνάλια: parafernale, εξώπροικα, παράφερνα
παρκάρω: parcare, σταθμεύω το αυτοκίνητο
πάρκο: parco, αλσύλλιο, μεγάλος δενδρόφυτος κήπος για περιπάτους
πάρλα: parla, φλυαρία, πολυλογία
παρλαμέντο: parlamento, το κοινοβούλιο
παρλάρω: parlare (=φλυαρώ), μιλώ, φλυαρώ
παρμεζάνα: Parma, είδος ιταλικού τυριού
παρτέντζα: partenza, αναχώρηση κυρίως για πλοία, απόπλους
πάρτη: parte (= μέρος, μερίδιο), για πάρτη μου = για τον εαυτό μου
παρτιζάνος: partigiano, εθελοντής μαχητής, που δεν ανήκει σε τακτικό στρατό, και αγωνίζεται για εθνικό, κοινωνικό, πολιτικό ή θρησκευτικό ιδεώδες, επαναστάτης, αντάρτης
παρτιτούρα: partitura, τετράδιο ή βιβλίο με τα μέρη μουσικής συνθέσεως γραμμένα σε πεντάγραμμο
πασαβιόλα: bassa viola, όργανο σε σχήμα μεγάλου βιολιού, το βαθύχορδο
πασαμέντο: passamento, πλαίσιο από σανίδες ή πλάκες στο κάτω μέρος των εσωτερικών τοίχων οικοδομής
πασαπόρτι: passaporto, διαβατήριο
πασάρω: passare, πασέρνω, εγχειρίζω, δίνω πάσα, μεταβιβάζω έντεχνα ή κρυφά
πασατέμπος: passa – tempo, τα σπόρια
πασιέντσα: pazienza (=υπομονή), είδος ατομικού παιχνιδιού με τραπουλόχαρτα, που έχει σκοπό μαντευτικό
πάσο: passo (=βήμα, πέρασμα), βήμα
πάστα φλόρα: pasta frolla (= ζύμη εύθρυπτη), είδος γλυκίσματος από ζύμη που επικαλύπτεται με μαρμελάδα
πάστα: pasta, ζυμαρικό, είδος γλυκίσματος των ζαχαροπλαστείων, πολτός από μείξη διαφόρων υλικών
παστέλι: pastello, είδος γλυκίσματος από μέλι και σουσάμι
παστίλια: pastiglia, φαρμακευτικό δισκίο, είδος καραμέλας
παστίτσιο: pasticcio, είδος φαγητού με μακαρόνια, αβγά και κιμά
παστορέλα: παστορέλα, είδος ποιμενικού ποιήματος
πατ: patta (= εγκατάλειψη), σκακιστικός όρος που δηλώνει την ισοπαλία
πατατούκα: patatucco, κοντό ανδρικό πανωφόρι από χοντρό μάλλινο ύφασμα
πατατράκ: patatrac, ο θόρυβος που δημιουργείται από ένα σώμα όταν πέφτει, φασαρία, θορυβώδες επεισόδιο, φαλιμέντο
πατέντα: patente, δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, δίπλωμα που παρέχει άδεια ασκήσεως επαγγέλματος
πατίνα: patina, στρώμα οξειδώσεως με πρασινωπό χρώμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια παλιών μεταλλικών αντικειμένων
πατρόνα: patrona, η σύζυγος του οικοδεσπότη, οικοδέσποινα, ιδιοκτήτρια καταστήματος ή η σύζυγος του καταστηματάρχη
πατρονάρω: patrono, κατευθύνω ή προστατεύω χωρίς να φαίνομαι
πείρος: piro, πίρος, ξύλινο πώμα ή στρόφιγγα βαρελιού
πελάγρα: pellagra, είδος δερματικής νόσου που συνοδεύεται από πεπτικά και νευρικά φαινόμενα, μορφή αβιταμίνωσης, πελλάγρα
πέλος: pelo, το χνούδι, το τρίχωμα υφάσματος, χαλιού, μοκέτας κτλ.
πένα: penna (=φτερό), γραφίδα από φτερό ή μεταλλική
πέντολο: pendolo, το εκκρεμές
περγαμό(ν)το: bergamotto, το φυτό κίτριον το περγάμιον και ο καρπός του
πέργκολα: pergola, μεταλλική ή ξύλινη κατασκευή που χρησιμεύει ως στήριγμα αναρριχητικών φυτών και δημιουργεί σκιερό υπόστεγο
περκάλι: percale, είδος λεπτού μπαμπακερού υφάσματος
πέρλα: perla, το μαργαριτάρι
περούκα: perrucca, πρόσθετα τεχνητά μαλλιά, φενάκη
πεσκαδούρος: pescatore, η αρπάγη της άγκυρας, σύσπαστο με την αρπάγη του οποίου στερεώνεται η άγκυρα του πλοίου
πεταλίδα: patella, μαλακόστρακο που ζει κολλημένο στους βράχους
πετέχια: petecchia, αιμορραγικές κηλίδες που εμφανίζονται στο δέρμα, χωρίς τραυματική αφορμή
πέτο: petto, το μπροστινό τμήμα του γιακά ενός σακακιού, παλτού, πουκαμίσου, φορέματος, το οποίο αναδιπλώνεται πάνω στο θώρακα
πετροκαλαμίθρα: pietra calamita, μαγνητική πέτρα που χρησιμοποιούσαν παλιότερα ως πυξίδα
πέτσα: pezza, δέρμα, επιδερμίδα, λεπτό στρώμα, σχετικά σκληρό, που σχηματίζεται σε μια επιφάνεια, η κρούστα του γάλακτος, η κόρα του ψωμιού
πετσέτα: pezzetta, κομμάτι από απορροφητικό ύφασμα που χρησιμοποιείται για το σκούπισμα μελών του σώματος μετά το πλύσιμο ή το στέγνωμα υγρών αντικειμένων
πετσί: pezzo, δέρμα ανθρώπου ή ζώου
πιανίσιμο: pianissimo, με πολύ αδύνατη ένταση, πολύ σιγά στη μουσική
πιανίστα(ς)/τρια: pianista, ο καλλιτέχνης του πιάνου, αυτός που παίζει πιάνο
πιάνο: piano (= σιγά), μεγάλο, πληκτροφόρο μουσικό όργανο, κλειδοκύμβαλο
πιανόλα: pianola, μηχανικό πιάνο του οποίου τα πλήκτρα κινούνται με κατάλληλο μηχανισμό
πιάστρο: piastra, νομισματική μονάδα της Τουρκίας και της Αιγύπτου, ίση με το 1/100 της τουρκικής και αιγυπτιακής λίρας
πιατέλα: piattella, μεγάλο ρηχό πιάτο για σερβίρισμα
πιατέλο: piattello, μικρό πιάτο
πιάτο: piatto, σκεύος στο οποίο σερβίρεται φαγητό
πιάτσα: piazza, πλατεία, αγορά, παζάρι
πιγκουΐνος: pinguino, στεγανόποδο πτηνό των αρκτικών θαλασσών τρεφόμενο με ψάρια
πιένα: piena (= γεμάτος), συρροή κόσμου σε θέατρο, συναυλία κτλ
πιετά: pieta (=έλεος), στις εικαστικές τέχνες, η απεικόνιση της Παναγίας με το νεκρό Χριστό στα γόνατά της
πίκα: picca (=αιχμή), σύμβολο χαρτιού της τράπουλας’ μπαστούνι, πείσμα, θυμός, γινάτι
πικάντικος: piccante, που έχει ευχάριστα δριμεία γεύση
πικάρω: piccare, πικαρίζω, πειράζω με λόγια ή πράξεις, πεισμώνω, ερεθίζω,
πικέτο: picchetto, είδος χαρτοπαίγνιου με 32 τραπουλόχαρτα
πίκο-: piccolo>pico-, πρόθεμα το οποίο τιθέμενο πριν από το όνομα μονάδας μετρήσεως τη διαιρεί δι’ ενός τρισεκατομμυρίου
πίκολο: piccolo, μικρός πλαγίαυλος στη μουσική
πίλαστρο: pilastro, πεσσός, παραστάδα
πιλότος: piloto, πλοηγός, οδηγός αεροσκάφους
πινελάρω: pennelare, βάφω με πινέλο
πινέλο: pennello, μικρό βουρτσάκι κατάλληλο για βάψιμο, χρωστήρας
πινό: pino, η άκρη της κεραίας πλοίου
πίπα: pipa, μικρός σωλήνας που χρησιμοποιείται για κάπνισμα
πιπιλίζω: pipilare, ρουφώ με τα χείλη, βυζαίνω
πισίνα: piscina (= ιχθυοτροφείο), τεχνητή δεξαμενή για κολύμβηση
πιστόλα: pistola, μεγάλο πιστόλι
πιστόνι: pistone, κλείδα χάλκινου πνευστού οργάνου
πίτα: pitta, είδος άζυμου ψωμιού, λαγάνα
πίτσα: pizza, είδος ιταλικής πίτας, που καλύπτεται με ντομάτες, τυρί, ζαμπόν κτλ. και ψήνεται στο φούρνο
πιτσαρία: pizzeria, κατάστημα που παρασκευάζει και σερβίρει πίτσες
πιτσικάτο: pizzicato, παραγωγή ήχου από έγχορδα όργανα με νύξη των χορδών
πιτσιρίκα: piccirillo, μικρό και ζωηρό παιδί
πιτσούνι: piccione, ο νεοσσός του περιστεριού, όμορφο κοριτσόπουλο
πίφερο: piffero, ξύλινο πνευστό όργανο, είδος μικρού φλάουτου
πλαστελίνη: plastilina, ευμάλακτη ύλη που χρησιμοποιείται για πλάσιμο
πλέμπα: plebe, υρφετός, όχλος
πλεμπάγια: plemaglia, πλέμπα
πλόσκα: flaska, ξύλινο δοχείο για κρασί
πο(υ)νέντες/ης: ponente (= δυτικός), δυτικός άνεμος, ζέφυρος
ποετάστρος: poetastro, νεαρός αδέξιος στιχουργός
πόζα: posa, φροντισμένη στάση που παίρνει κανείς προκειμένου να φωτογραφηθεί ή να χρησιμέψει ως μοντέλο ζωγράφου ή γλύπτη
ποζάρω: posare, παίρνω ορισμένη στάση προκειμένου να φωτογραφηθώ ή να χρησιμέψω ως μοντέλο καλλιτέχνη
πολάκα: polacca, παλιό ιστιοφόρο, εμπορικό πλοίο
πολιτικάντης: politicante, άτομο επιτήδειο να εκμεταλλεύεται πολιτικές καταστάσεις ή γνωριμίες για προσωπικά του οφέλη
πολίτσια: polizia, η αστυνομία
πολυθρόνα: poltrona, αναπαυτικό κάθισμα με πλάτη και μπράτσα, για ένα άτομο
πόμολο: pomolo, χερούλι πόρτας ή παραθύρου
ποντάρω: pontare, βάζω σημάδι, καταθέτω χρηματικό ποσό σε νούμερο ή χαρτί, υπολογίζω, στηρίζομαι σε κάτι
ποπλίνα: papalina, είδος βαμβακερού υφάσματος που μοιάζει, κατά τη στιλπνότητα, με μεταξωτό
ποπολάρος: popolare, άνθρωπος του λαού
πορσελάνα: porcellana, πορσελάνη, λευκό ορυκτό χρήσιμο στην κατασκευή εκλεκτών αντικειμένων κεραμευτικής, σκεύος, αγγείο από το ορυκτό αυτό
πορταμέντο: portamento, τρόπος ομαλής και ευδιάκριτης μεταβάσεως από φθόγγο σε φθόγγο στη μουσική
πορτέλο: portello, μικρή πόρτα
πορτιέρης/ισσα: portiere, θυρωρός
πόρτο: porto, λιμάνι
πορτοκάλι: portogallo, ο καρπός της πορτοκαλιάς
πορτολάνα(ς): portolano, ναυτικός χάρτης που περιέχει τις ακτές και τα λιμάνια κάθε περιοχής
πορτοφόλι: portafogli, μικρή θήκη από δέρμα, ύφασμα ή πλαστικό που μεταφέρεται στην τσέπη και χρησιμεύει για την τοποθέτηση χρημάτων
πόστα: posta, ταχυδρομείο
ποστάλι: postale, πλοίο το οποίο μεταφέρει επιβάτες καθώς και αλληλογραφία και φορτία
ποστάρω: postare, ποντάρω (για τυχερά παιχνίδια)
πόστο: posto, θέση στην οποία εκτελεί κάποιος ορισμένη εργασία
ποτάσα: potassa, ανθρακικό κάλιο, καυστικό κάλιο
πουμώνω: pompare (= τρομπάρω), φουσκώνω
πουνέντες/ης: ponente (= δυτικός), δυτικός άνεμος, ζέφυρος
πουνιάλι/ο: pugnale (= ξιφίδιο), μαχαίρι, στιλέτο
πούντα: punta, πνευμονικό κρυολόγημα
πούρο: puro tabacco di Havana (= καθαρός καπνός της Αβάνας), είδος τσιγάρου από περιτυλιγμένα φύλλα καπνού
πούρος: puro, αμιγής, καθαρός
πουτάνα: puttana, πόρνη, γυναίκα ανήθικη
πραγκαρόλι: brancarella, αλιευτικό εργαλείο για το ψάρεμα καλαμαριών
πράτιγο: pratica, ελεύθερη επικοινωνία με τους κατοίκους ενός τόπου έπειτα από άδεια υγειονομικής αρχής (για πλοίο και επιβάτες)
πρέζα: presa, ποσότητα κονιοποιημένης ουσίας που παίρνεται με τον αντίχειρα και τον δείκτη, μικρή ποσότητα, ποσότητα ναρκωτικής σκόνης που ρουφιέται από τη μύτη
πρελούδιο: preludio, πρελούντιο, σύντομο μουσικό κομμάτι ως εισαγωγή σε εκτενέστερη μουσική σύνθεση
πρεμούρα: premura, βιασύνη, φούρια, ιδιαίτερος ζήλος
πρέσα: pressa, πιεστήριο, μηχάνημα για ισχυρή πίεση
πρέστο: presto, η μέγιστη δυνατή ταχύτητα στην εκτέλεση μουσικού κομματιού
πρίμα βίστα: prima vista, η εκτέλεση μουσικού κομματιού χωρίς προηγούμενη μελέτη
πρίμα: prima, πριμαντόνα
πριμαντόνα: prima donna (=πρώτη κυρία), υψίφωνος όπερας, πρωταγωνίστρια όπερας
πρίμο: primo, η υψηλότερη φωνή σε διωδία ή χορωδία στη μουσική
πρίμος: primo (=πρώτος), ευνοϊκός, ούριος
πρόβα τζενεράλε: η γενική δοκιμή πριν από την πρεμιέρα
πρόβα: prova, δοκιμή φορέματος, δοκιμαστική εκτέλεση μουσικού ή θεατρικού έργου
προβάρω: provare, κάνω πρόβα, δοκιμάζω
προβέντζα: ξαφνική μεταβολή του νότιου ανέμου σε σφοδρό βόρειο άνεμο, που συνοδεύεται, συνήθως, από αστραπές και βροντές
πρόζα: prosa, πεζός λόγος, έργο γραμμένο σε πεζό λόγο, πεζότητα
προσ(ι)ούτο: prosciutto, είδος αλλαντικού, κρέας από μηρό χοίρου αλατισμένο και καπνιστό
προστυχάντζα: πρόστυχος + anza, πρόστυχος άνθρωπος ή πρόστυχο εμπόρευμα
προτεστάντης/ισσα: protestante, πιστός που ανήκει στην εκκλησία των διαμαρτυρομένων
Ιταλικές Λέξεις στο Ελληνικό Λεξιλόγιο