Αγγλικές Λέξεις που Χρησιμοποιούμε στην Ελλάδα
| |Αγγλικές Λέξεις που Χρησιμοποιούμε στην Ελλάδα
σαϊεντολογία | scientology | σύστημα θρησκευτικής φιλοσοφίας που ιδρύθηκε το 1951 από τον Αμερικανό συγγραφέα Ron Hubbard (1911-86), και αποσκοπεί στο να αποκτήσουν οι οπαδοί του, μέσα από ειδικά μαθήματα και εξάσκηση, την αυτογνωσία και την πνευματική ολοκλήρωση |
σάγκα | saga | είδος της μεσαιωνικής σκανδιναβικής λογοτεχνίας, αφηγηματικό πεζό που αναφέρεται σε ιστορικές ή μυθικές μορφές και γεγονότα της ηρωικής εποχής της Νορβηγίας και Ισλανδίας |
σαλπιγγίτιδα | salpingitis | φλεγμονή των σαλπίγγων, των ωαγωγών της μήτρας |
σαλπιγγογραφία | salpingography | ακτινογράφηση των σαλπίγγων |
σαμάν(ος) | shaman | μάγος-ιερέας, πολλών λαών της Ασίας, που έχει την ικανότητα να επικοινωνεί με τον κόσμο των πνευμάτων |
σαμανισμός | shamanism | θρησκευτικό σύστημα πολλών λαών της Ασίας, που δέχεται την επικοινωνία με τον κόσμο των πνευμάτων, μέσω προικισμένων ατόμων, των «σαμάν» |
σάμπα | samba | είδος λαϊκού χορού της Βραζιλίας |
σάντουιτς | sandwich | πρόχειρο έδεσμα από δύο λεπτές φέτες ψωμί, με τυρί, σαλάμι ή ζαμπόν ανάμεσά τους |
σάουντρακ | sound track | τα ηχητικά στοιχεία μιας κινηματογραφικής ταινίας | η μουσική κινηματογραφικής ταινίας, που εγγράφεται σε δίσκο, κασέτα κτλ. και διατίθεται ξεχωριστά |
σαπουνόπερα | soap opera | τηλεοπτική ή ραδιοφωνική σειρά που μεταδίδεται σε πολλά επεισόδια και τα θέματά της είναι αισθηματικά ή μελοδραματικά |
σασπένς | suspense | αγωνία, εναγώνια προσμονή |
σατανισμός | satanism | η λατρεία του σατανά | η λατρεία του σατανά με τελετουργίες που αποσκοπούν στην απόκτηση της εύνοιάς του και τη χρησιμοποίηση της δύναμης του απόλυτου κακού που ενσαρκώνει |
σατανιστής/τρια | satanist | ο λάτρης του σατανά, οπαδός του σατανισμού |
σεβιότ | cheviot | είδος αγγλικού μάλλινου υφάσματος |
σέικ | shake | είδος χορού |
σέικερ | shaker | σκεύος που χρησιμοποιείται για την ανάμιξη ποτών, ή την παρασκευή ποτού που χρειάζεται ανατάραξη, κούνημα |
σεισμόγραμμα | seismogram | διάγραμμα των κυμάτων σεισμικής δονήσεως που καταγράφονται από σεισμογράφο, σεισμογράφημα |
σεισμογραφία | seismography | η μελέτη των σεισμικών δονήσεων με βάση τα σεισμογραφήματα |
σεισμογράφος | seismograph | όργανο που καταγράφει τις σεισμικές δονήσεις, προσδιορίζει την έντασή τους, το επίκεντρο κτλ |
σεισμολογία | seismology | κλάδος της γεωφυσικής που εξετάζει τα σεισμικά φαινόμενα |
σεισμολόγος | seismologist | επιστήμονας ασχολούμενος με τη μελέτη των σεισμών |
σεισμομετρία | seismometry | η μελέτη των σεισμών με τη χρήση σεισμομέτρου |
σεισμόμετρο | seismometer | όργανο ανάλογο προς τον σεισμογράφο, που καταμετρά την ένταση και χρονική διάρκεια των σεισμών |
σεισμοσκόπιο | seismoscope | ονομασία πολλών οργάνων, με τα οποία γίνονται στοιχειώδεις σεισμολογικές παρατηρήσεις |
σεκιούριτι | security | ιδιωτικές εταιρείες που παρέχουν υπηρεσίες ασφάλειας, ιδ. πρόσωπα που αναλαμβάνουν τη φρούρηση και προστασία προσώπων, κτιρίων, ασφαλή μεταφορά αντικειμένων κτλ |
σεληνάκατος | lunar module | θαλαμίσκος που αποσπάται από διαστημόπλοιο και μεταφέρει αστροναύτες και όργανα στην επιφάνεια της σελήνης |
σεληνογραφία | selenography | περιγραφή της σελήνης κατά το πρότυπο της γεωγραφίας |
σεληνογράφος | selenographer | αστρονόμος που ασχολείται ειδικά με τη μελέτη της σελήνης |
σελιλόιντ | celluloid | πλαστική ύλη που παράγεται από νιτροκυτταρίνη και καμφορά, και χρησιμοποιείται στη βιομηχανία κατασκευής φωτογραφικών φιλμς |
σελοτέιπ | sellotape | μικρή λεπτή ταινία με στρώμα κόλλας στη μία πλευρά που χρησιμοποιείται για συνδέσεις επικολλήσεις χαρτιών, κολλητική ταινία |
σελοφάν | cellophane | εμπορική ονομασία διαφανών φύλλων που παράγονται από κυτταρίνη, και χρησιμοποιούνται ως υλικό συσκευασίας |
σελφ σέρβις | self-service | αυτοεξυπηρέτηση |
σεντάν | sedan | τύπος μεγάλου κλειστού επιβατικού αυτοκινήτου για 4 έως 7 άτομα, συμπεριλαμβανομένου και του οδηγού |
σέντερ φορ | centre fore | ο κεντρικός κυνηγός |
σέντρα | centre | το κέντρο του γηπέδου | η κατεύθυνση της μπάλας προς το κέντρο της αντίπαλης άμυνας |
σεντράρω | centre | κατευθύνω την μπάλα προς το κέντρο της αντίπαλης άμυνας |
σέντσι | cent | το εκατοστό του δολαρίου |
σεξαπίλ | sex appeal | η ερωτική έλξη |
σέξι | sexy | αυτός που έλκει ερωτικά, που προκαλεί ερωτικό πόθο |
σεξοκωμωδία | sex comedy | ερωτική κωμωδία |
σεξομανής | sex maniac | αυτός που κατέχεται από έμμονες ιδέες για το σεξ, που χρειάζεται πολλές σεξουαλικές ικανοποιήσεις |
σεξουάλα | sexual | αισθησιακή, ερωτική γυναίκα |
σερ | sir | τιμητικός τίτλος στην Αγγλία |
σέρβις | service | η συντήρηση, περιοδικός έλεγχος της καλής λειτουργίας μηχανισμού (αυτοκινήτου, ανελκυστήρα κτλ.) |
σέρι | sherry | είδος λευκού, ενισχυμένου κρασιού |
σερίφης | sheriff | (στις Η.Π.Α.) αιρετός αξιωματούχος με περιορισμένη δικαστική εξουσία |
σέρφερ | surfer | αθλητής που επιδίδεται σε σέρφινγκ, κυματοδρόμος |
σέρφινγκ | surfing | θαλάσσιο άθλημα κατά το οποίο ο αθλητής, ισορροπώντας πάνω σε ειδική σανίδα, πλέει στην κορυφή των κυμάτων, κυματοδρομία |
σερφίστας/τρια | surfer | αθλητής που επιδίδεται σε σέρφινγκ, κυματοδρόμος |
σετ | set | όρος του τένις, του βόλεϊ και του πινγκ πονγκ, που προσδιορίζει τα τμήματα μιας παρτίδας | σύνολο ομοειδών πραγμάτων |
σέτερ | setter | ράτσα κυνηγετικών σκυλιών, που έχουν την ικανότητα να ακινητοποιούν το θήραμά τους |
σιθρού | see – through | διαφανής (για ένδυμα) |
σιισμός | shiism | ένας από τους δύο κλάδους του ισλαμισμού που δέχεται ως διάδοχο του Μωάμεθ τον γαμπρό του Αλή και τέταρτο χαλίφη Αλή, και θεωρεί ότι πολιτικός ηγέτης, ο ιμάμης, αποτελεί έκφανση του θεού και παρέχει στον άνθρωπο την αληθινή γνώση |
σινθεσάιζερ | synthesizer | ηλεκτρονικό μουσικό όργανο με πλήκτρα, που έχει τη δυνατότητα, χρησιμοποιώντας τον ηλεκτρονικό υπολογιστή του, να παράγει μεγάλο αριθμό διαφορετικών ήχων οι οποίοι αποτελούν απομιμήσεις των ήχων που παράγουν άλλα όργανα |
σίριαλ | serial | τηλεοπτικό έργο που μεταδίδεται σε σειρά επεισοδίων, σειρά | ως χαρακτηρισμός για καθετί που παρατείνετα |
σιχισμός | sikhism | μονοθεϊστική θρησκεία που ιδρύθηκε στις αρχές του 16ου αιώνα από τον γκουρού Νάνακ, χαρακτηρίζεται από μια σύνθεση ισλαμικών και ινδουιστικών στοιχείων και αποτελεί μία από τις θρησκείες της Ινδίας |
σκάνερ | scanner | συσκευή η οποία μετατρέπει σε ψηφιακή μορφή κείμενα, εικόνες, γραφικές παραστάσεις κτλ., ώστε να είναι δυνατή η επεξεργασία τους (αποθήκευση, εμφάνιση στην οθόνη κτλ.) από ηλεκτρονικό υπολογιστή, σαρωτής | μηχάνημα με το οποίο γίνεται το σπινθηρογράφημα |
σκετς | sketch | μονόπρακτο θεατρικό έργο |
σκιασκοπία | skiascopy | εξέταση κατά την οποία προσδιορίζεται η διαθλαστική ικανότητα του ματιού |
σκίνχεντ | skinhead | νεαρός με ξυρισμένο κρανίο και ενδύματα στρατιωτικού στιλ, οπαδός μιας ιδεολογίας επιθετικότητας και βίας |
σκιώδης κυβέρνηση | shadow cabinet | άτυπη κυβέρνηση που σχηματίζει η αντιπολίτευση, και αναθέτει στα μέλη της να παρακολουθούν και να ελέγχουν το έργο των αντίστοιχων υπουργών |
σκληροδερμία | sclerodermia | πάθηση που χαρακτηρίζεται από σκλήρυνση του δέρματος και του συνδετικού ιστού, που, πολλές φορές, συνοδεύεται και από σκλήρυνση των σπλάγχνων |
σκορ | score | το αποτέλεσμα σε βαθμούς ή τέρματα αγωνιστικής προσπάθειας σε αθλητικές συναντήσεις |
σκόρερ | scorer | παίκτης που σημειώνει τέρμα, καλάθι, πόντους σε αθλοπαιδιά (ποδόσφαιρο, μπάσκετ κτλ.) |
σκουός | squash | παιχνίδι που παίζεται με ρακέτες και ελαστικό μπαλάκι, από δύο παίκτες, σε περιτοιχισμένο και στεγασμένο γήπεδο |
σκούτερ | scooter | δίκυκλο όχημα με κινητήρα |
σκραμπλ | scrabble | επιτραπέζιο παιχνίδι κατά το οποίο δύο ή τέσσερις παίκτες χρησιμοποιούν πλακίδια τα οποία φέρουν το καθένα από ένα γράμμα, για να σχηματίσουν λέξεις σε ειδικό πίνακα |
σκραπ | scrap | γενική ονομασία για άχρηστα, παλιά κομμάτια μετάλλων τα οποία χύνονται ξανά, και χρησιμοποιούνται για την εκ νέου παραγωγή μετάλλων και κραμάτων |
σκράπας | scrape | κακός μαθητής | τελείως αδαής |
σλαγκ | slang | το ειδικό λεξιλόγιο και η χρήση του από επαγγελματικές, κοινωνικές κτλ. ομάδες σε συγκεκριμένη περίοδο |
σλάιντ(ς) | slide | φωτογραφική διαφάνεια συν. προστατευμένη με μικρό πλαίσιο, για προβολή |
σλιπ | slip | ανδρικό ή γυναικείο εσώρουχο που καλύπτει το υπογάστριο και τα οπίσθια | είδος ανδρικού ή γυναικείου μαγιό |
σλίπιν μπαγκ | sleeping bag | είδος σάκου που φέρει επένδυση και χρησιμοποιείται από κατασκηνωτές, εκδρομείς, στρατιώτες κτλ., όταν κοιμούνται στην ύπαιθρο, υπνόσακος |
σλόγκαν | slogan | λέξη ή φράση που επαναλαμβάνεται σε πολιτική ή εμπορική διαφήμιση |
σμόκιν | smoking | ανδρικό μαύρο επίσημο ένδυμα |
σνακ | snack | ελαφρύ, πρόχειρο πρόγευμα καθώς και η τροφή που τρώγει κάποιος ανάμεσα στα κανονικά γεύματα |
σνακ μπαρ | snack bar | μπαρ ή απλό εστιατόριο που σερβίρει πρόχειρα γεύματα |
σνακς | snacks | γενική ονομασία για μια κατηγορία τροφίμων που προορίζονται για τέτοιου είδους ελαφρά, πρόχειρα γεύματα |
σνιφάρω | sniff | εισπνέω από τη μύτη κοκαΐνη |
σνομπ | snob | αυτός που θαυμάζει και μιμείται ακρίτως τους τρόπους, τη συμπεριφορά, τις συνήθειες και τις αντιλήψεις που επικρατούν στη θεωρούμενη ανώτερη κοινωνική τάξη και περιφρονεί ό,τι δεν προέρχεται απ’ αυτούς | ματαιόδοξος |
σνομπισμός | snobbism | η ιδιότητα, η συμπεριφορά του σνομπ |
σόκιν | chocking | άσεμνος λόγος, αισχρολογία |
σόου | show | θεατρική ή μουσική παράσταση | θέαμα | ψυχαγωγικό πρόγραμμα στην τηλεόραση με ποικίλο περιεχόμενο |
σόου μπίζνες | show business | ο κόσμος των επιχειρήσεων θεάματος (θέατρο, κινηματογράφος, τηλεόραση κτλ.) |
σόουγουμαν | showwoman | παρουσιάστρια δημοσίου θεάματος |
σόουμαν | showman | παρουσιαστής δημοσίου θεάματος |
σορτ(ς) | short | είδος κοντού παντελονιού |
σουϊπστέικ | sweepstake | ιπποδρομιακό λαχείο |
σουνισμός | sunnism | κλάδος του ισλαμισμού, στον οποίο ανήκει η πλειονότητα των μουσουλμάνων, που δέχεται τις απόψεις και τα έθιμα της κοινότητας, αναγνωρίζει τους τέσσερις πρώτους χαλίφες ως νόμιμους διαδόχους του Μωάμεθ και πιστεύει ότι η ηγεσία του Ισλάμ δεν καθορίζεται από τη θεία έμπνευση αλλά από την πολιτική πραγματικότητα |
σούπερ | super | έξοχος, θαυμάσιος, απαράμιλλος | είδος βενζίνης ανώτερης ποιότητας |
σούπερ μάρκετ | super market | μεγάλο κατάστημα λιανικού εμπορίου, υπεραγορά |
σούπερ σταρ | super star | εξαιρετικά φημισμένος καλλιτέχνης (ηθοποιός, τραγουδιστής κτλ.) | η λ. και για αθλητές δημοφιλών αθλημάτων |
σούπερμαν | superman | υπεράνθρωπος |
σουτ | shoot | (ποδόσφαιρο) το κλότσημα της μπάλας προς την αντίπαλη εστία | (μπάσκετ) βολή της μπάλας προς το αντίπαλο καλάθι |
σουτέρ | shooter | (ποδόσφαιρο) παίκτης ικανός στην εκτέλεση σουτ |
σόφτγουερ | software | λογισμικό |
σπάνιελ | spaniel | ράτσα κυνηγετικών σκυλιών |
σπειροχαίτη | spirochaete | είδος μικροβίου και ειδικά το μικρόβιο της σύφιλης |
σπερματέγχυση | insemination | η εισαγωγή σπέρματος στον κόλπο ή τη μήτρα κατά την τεχνητή γονιμοποίηση |
σπερματοβλάστη | spermatoblast | κυτταρικό στοιχείο από το οποίο παράγονται τα σπερματοζωάρια, σπερμοβλάστη |
σπερματογένεση | spermatogenesis | σπερμογονία |
σπερματοζωάριο | spermatozoon | το αρσενικό γεννητικό κύτταρο που περιέχεται στο σπέρμα |
σπερματοκτόνος | spermicide | (για χημική ουσία) που καταστρέφει τα σπερματοζωάρια | τοπικό αντισυλληπτικό υπό μορφή κρέμας, ζελέ, δισκίων κτλ. που εφαρμόζεται στον κόλπο και καταστρέφει τα σπερματοζωάρια |
σπερματοκύτταρο | spermatocyte | κύτταρο που παράγει το σπερματοζωάριο, σπερμοκύτταρο |
σπερματόρροια | spermatorrhoea | η αυτόματη, χωρίς ερεθισμό ροή σπέρματος |
σπερματοτοξίνη | spermotoxin | τοξίνη που καταστρέφει τα σπερματοζωάρια, σπερμοτοξίνη |
σπερματόφυτα | spermatophyta | φυτά που πολλαπλασιάζονται με σπέρματα |
σπέσιαλ | special | ειδικός | ασυνήθιστος, εξαιρετικός |
σπεσιαλίστας | specialist | ειδικός | εμπειρογνώμων, αυθεντία σε συγκεκριμένο θέμα |
σπηλαιολογία | speleology | επιστήμη που μελετά τη γένεση, τη μορφή και το περιεχόμενο των σπηλαίων |
σπηλαιολόγος | speleologist | επιστήμονας που ασχολείται με τη σπηλαιολογία |
σπίκερ | speaker | ομιλητής, εκφωνητής ραδιοφώνου |
σπιν(ι)άρω | spin | πατώ δυνατά το γκάζι για να ξεκινήσει το αυτοκίνητο χωρίς όμως να αφήνω τον συμπλέκτη, με αποτέλεσμα οι τροχοί να περιστρέφονται χωρίς να κινείται το αυτοκίνητο |
σπινθηρογράφος | scanner | συσκευή με την οποία γίνεται το σπινθηρογράφημα | σκάνερ |
σπιράλ | spiral | κάθε αντικείμενο που αποτελείται από σύρμα, πλαστικό ή άλλο υλικό και είναι συστραμμένο ελικοειδώς και μπορεί να εκτείνεται |
σπιριτουαλισμός | spiritualism | πνευματοκρατία |
σπιρίτσουαλ | spiritual | είδος θρησκευτικών ύμνων που αναπτύχτηκαν μεταξύ των μαύρων της Βόρειας Αμερικής |
σπληνεκτομή | splenectomy | χειρουργική αφαίρεση της σπλήνας, σπληνεκτομία |
σπληνίτιδα | splenitis | φλεγμονή της σπλήνας |
σπονδυλίτιδα | spondylitis | χρόνια φλεγμονή και αλλοίωση των σπονδύλων |
σπονδυλολίσθηση | spondylolisthesis | η ολίσθηση, το γλίστρημα προς τα εμπρός ενός σπονδύλου σε σχέση με τον υποκείμενο σπόνδυλο |
σπονδυλόλυση | spondylolysis | η εκ γενετής ή επίκτητη λύση της συνέχειας ενός σπονδύλου, σπονδυλολυσία |
σπονδύλωση | spondylosis | ο όρος χρησιμοποιείται για να δηλώσει πάθηση της σπονδυλικής στήλης |
σπόνσορ(ας) | sponsor | χρηματοδότης αθλητικής ή καλλιτεχνικής εκδηλώσεως με αντάλλαγμα την έμμεση διαφήμιση ή προβολή του, χορηγός |
σπορ | sport | αθλημα, αθλητικό παιχνίδι |
σπορ(ι)άγγειο | sporangium | όργανο των κρυπτόγαμων φυτών μέσα στο οποίο αναπτύσσονται τα σπόρια |
σποριόφυλλο | sporophyll | φύλλο από το οποίο διαμορφώνονται τα σποριάγγεια ορισμένων φυτών |
σποριόφυτο | sporophyte | φυτικό μόριο που αναπτύσσει σπόρια |
σποροβλάστη | sporoblast | το γεννητικό στοιχείο των σποροζώων |
σπορτσγούμαν | sportswoman | η επιδιδόμενος στα σπορ |
σπόρτσμαν | sportsman | ο επιδιδόμενος στα σπορ |
σποτ | spot(light) | είδος προβολέα που εκπέμπει στενή δέσμη ακτίνων φωτός, και χρησιμοποιείται σε θέατρα, αίθουσες διασκεδάσεως κτλ., για να φωτίζει ένα πρόσωπο, τμήμα του ντεκόρ κτλ. | είδος ηλεκτρικής λάμπας που κατευθύνει μια στενή, έντονη δέσμη φωτός σε μικρή περιοχή |
σποτ | spot | σύντομο διαφημιστικό μήνυμα που μεταδίδεται από το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση |
σπρέι | spray | εκτόξευση υγρού (π.χ. άρωμα, αποσμητικό, εντομοκτόνο κτλ.) σε λεπτές σταγόνες | ειδικός μηχανισμός προσαρμοσμένος στο δοχείο που περιέχει ένα υγρό ο οποίος, μετά από πίεση, εκτοξεύει το υγρό με μορφή λεπτών σταγόνων |
σπριντ | sprint | η μέγιστη δυνατή ταχύτητα που αναπτύσσει ένας δρομέας στο τέλος, στα τελευταία μέτρα ενός δρόμου ταχύτητας | δρόμος ταχύτητας μικρών αποστάσεων |
σπρίντερ | sprinter | αθλητής δρόμου ταχύτητας μικρών αποστάσεων |
σταντ | stand | φορητή κατασκευή για την τοποθέτηση των προς πώληση προϊόντων |
στάνταρ(τ) | standard | βιομηχανικό προϊόν που παράγεται σε μεγάλες ποσότητες και σύμφωνα μ’ ένα πρότυπο |
σταρ | star | πρόσωπο, ηθοποιός ή άλλος καλλιτέχνης, διάσημο, που έχει αποκτήσει φήμη για τις ικανότητες, το ταλέντο, την εμφάνισή του κτλ., αστέρας, διασημότητα |
σταρ σίστεμ | star system | το σύνολο των μεθόδων και πρακτικών που χρησιμοποιεί η βιομηχανία του θεάματος για να αναδείξει κάποιον σταρ, να κάνει κάποιον διάσημο |
στάρλετ | starlet | άσημη νεαρή ηθοποιός που προσδοκά να γίνει σταράσημη νεαρή ηθοποιός που προσδοκά να γίνει σταρ |
σταφυλόκοκκος | staphylococcus | γένος παθογόνων βακτηρίων |
στέισον βάγκον | station wagon | τύπος αυτοκινήτου με μεγάλο εσωτερικό χώρο και περισσότερα απ’ όσα τα άλλα ιδιωτικά αυτοκίνητα καθίσματα |
στέρεο | stereo(phonic) | στερεοφωνικός |
στερεογνωσία | stereognosis | η αντίληψη του σχήματος και του όγκου των σωμάτων με τις αισθήσεις |
στερεοσκοπία | stereoscopy | η τέχνη ή η πρακτική της χρήσης στερεοσκοπίου |
στικ | stick | για βιομηχανικό προϊόν, που έχει παρασκευασθεί σε μορφή λεπτού κυλίνδρου |
στίμη | steam | ο ατμός ως κινητήρια δύναμη | ταχύτητα, γρηγοράδα |
στοκ | stock | απόθεμα διαθέσιμων προϊόντων, εμπορευμάτων κτλ., παρακαταθήκη |
στόκολο | stokehold | το διαμέρισμα του πλοίου όπου βρίσκονται οι ατμολέβητες, το λεβητοστάσιο |
στοκοφίσι | stockfish | παστό, αποξηραμένο ψάρι, συν. μπακαλιάρος |
στοπ | stop | παύση, σταμάτημα | οδικό σήμα σε διασταυρώσεις δρόμων με τη λέξη STOP γραμμένη επάνω, που υποχρεώνει τον οδηγό οχήματος να σταματήσει, για να ελέγξει την κίνηση | λέξη που χρησιμοποιείται στα τηλεγραφήματα και ισοδυναμεί με τελεία |
στόπερ | stopper | ποδοσφαιριστής που συν. αγωνίζεται στο κέντρο του γηπέδου και έχει ως έργο να σταματά τις επιθέσεις της αντίπαλης ομάδας |
στράπλες | strapless | για γυναικείο φόρεμα, που δεν έχει τιράντες και αφήνει ακάλυπτους τους ώμους |
στρες | stress | όρος που επικράτησε διεθνώς, και χαρακτηρίζει το σύνολο των σωματικών και ψυχολογικών διαταραχών που προκαλούνται από διάφορους βλαπτικούς παράγοντες (τραυματισμός, χειρουργικό σοκ, συγκίνηση κτλ.) |
στρετς | stretch | ο κατασκευασμένος από συνθετικές ίνες που έχουν την ιδιότητα να τεντώνονται, ελαστικός |
στριπτήζ | striptease | στριπτίζ, καλλιτεχνικό νούμερο σε νυχτερινό κέντρο κατά το οποίο η καλλιτέχνιδα γδύνεται αργά με χορευτικές κινήσεις |
στροβοσκόπιο | stroboscope | συσκευή με την οποία ένα περιστρεφόμενο ή δονούμενο σώμα φωτίζεται με σύντομες λάμψεις που εκπέμπονται από πηγή κατά ίσα χρονικά διαστήματα |
στρογγυλή τράπεζα | round table | για το τραπέζι του θρυλικού Βρετανού βασιλιά Αρθούρου, γύρω από το οποίο συγκέντρωνε τους ιππότες της Αυλής του| συνεδρίαση στα πλαίσια μιας διάσκεψης, ενός συνεδρίου κτλ. στην οποία τα πρόσωπα που μετέχουν συζητούν ισοτίμως για ειδικότερα θέματα, σχετικά πάντα με το αντικείμενο της διασκέψεως, του συνεδρίου κτλ. |
στρόντιο | strontium | χημικό στοιχείο από τα μέταλλα |
στρουκτούρα | structure | οργάνωση της δομής ενός έργου | σταθερή διάταξη στοιχείων που συνθέτουν ένα ενιαίο και οργανωμένο σύνολο ή σύστημα |
στρουκτουραλισμός | structuralism | θεωρία κατά την οποία η μελέτη, η σπουδή ενός συστήματος ή μιας κατηγορίας πραγμάτων οφείλει να εξετάζει, πρωταρχικά, τη δομή του (στρουκτούρα) και τα χαρακτηριστικά της, δομισμός |
στρωμάτωση | stratification | η κατάταξη κατά στρώματα με βάση την κοινωνική τάξη, την οικονομική ισχύ, τη μόρφωση κτλ., |
συγκαρπία | syncarpy | συνένωση πολλών καρπόφυλλων σε μία μόνο ωοθήκη |
συηνίτης | syenite | πυριγενές πέτρωμα συγγενές προς τον γρανίτη |
συμβατός | compatible | δυνατότητα προσαρμογής και συνεργασίας με άλλους τύπους υπολογιστών |
συμπεριφορισμός | behaviourism | σχολή της ψυχολογίας που έχει ως αντικείμενο μελέτης την ανθρώπινη συμπεριφορά που μπορεί να παρατηρηθεί εμπειρικά | άποψη που δέχεται το άτομο και τις σχέσεις του με τους άλλους ως τη βασική μονάδα κοινωνιολογικής ανάλυσης |
συνέντευξη τύπου | press conference | συνάντηση μεταξύ δημοσιογράφων και σημαντικού προσώπου ή προσώπων που απαντούν σε ερωτήσεις των δημοσιογράφων ή προβαίνουν σε ανακοινώσεις |
συνεργισμός | synergism | διδασκαλία κατά την οποία η σωτηρία του ανθρώπου είναι αποτέλεσμα της συνεργασίας της θείας χάριτος και της ανθρώπινης ελευθερίας |
συνοστέωση | synosteosis | φυσιολογική ή παθολογική συνένωση δύο οστών με οστίτη ιστό |
συνυποδήλωση | connotation | συνειρμός ή ιδέα που προκαλείται ή δημιουργείται από μια λέξη, ανεξάρτητα από τις βασικές σημασίες της λέξης |
συριγγομυελία | syringomyelia | ο σχηματισμός μιας μη φυσιολογικής κοιλότητας στο νωτιαίο μυελό |
σφηνάκι | shot | ικρή ποσότητα αλκοολούχου ποτού που σερβίρεται σε μικρό ποτήρι και πίνεται μονορούφι |
σχιζοειδής | schizoid | ο αναφερόμενος σε ιδιότητες μιας διαταραγμένης προσωπικότητας, που χαρακτηρίζεται από αποφυγή των κοινωνικών σχέσεων, ενδοστρέφεια, αμφιθυμία συναισθηματική, δυσκολία προσαρμογής στην εξωτερική πραγματικότητα |
σχιζοφασία | schizophasia | βαριά διαταραχή του προφορικού λόγου των σχιζοφρενών κατά την οποία η ομιλία αποτελείται από συνονθύλευμα γνωστών λέξεων και νεολογισμών, κατά τρόπο ώστε να καθίσταται ακατάληπτη |
Αγγλικές Λέξεις που Χρησιμοποιούμε στην Ελλάδα